Μετά τις φρικαλεότητες του φασισμού και του ναζισμού
Του Νικου Κ. Αλιβιζατου*
Στις συζητήσεις που προκάλεσε η φασιστική δράση της Χρυσής Αυγής έρχεται και επανέρχεται το ερώτημα: ώς πότε η δημοκρατία μας θα ανέχεται τις βίαιες πρακτικές του νεοναζιστικού αυτού κόμματος; Γιατί δεν το θέτει εκτός νόμου;
Δυστυχώς, η σχετική συζήτηση πήρε γρήγορα ηθικές και πολιτικές διαστάσεις. Υπάρχει καλή και κακή βία; Και αν ναι, ποιο είναι το κριτήριο της διάκρισης; Η ιδεολογία όσων την υποστηρίζουν; Το αν αυτή βλάπτει πολλούς ή λίγους; Το αν τους βλάπτει σοβαρά ή όχι; Ή μήπως τα κίνητρα όσων τη μετέρχονται;
Υπό τις σημερινές περιστάσεις, θεωρώ ότι η συζήτηση αυτή δεν έχει νόημα. Σε ένα κράτος δικαίου, όπως ευτυχώς παραμένει ακόμη η Ελλάδα, η βία είναι καταδικαστέα, απ’ οπουδήποτε και αν προέρχεται, όποιο χρώμα και αν έχουν οι σημαίες όσων την υποστηρίζουν. Διότι η δημοκρατία μας θα αυτοκαταργούνταν αν ανεχόταν άλλα μέσα πολιτικής δράσης, εκτός από την ψήφο των πολιτών και από την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει κάθε φιλελεύθερη και δημοκρατική έννομη τάξη. Με άλλα λόγια, με όρους ποινικού δικαίου, η «ευγένεια» των όποιων προθέσεων θα μπορούσε να ληφθεί υπ’ όψιν, όχι βέβαια για τον αποκλεισμό του αδίκου, αλλά το πολύ πολύ ως ελαφρυντική περίπτωση, για την επιμέτρηση της ποινής (άρθρο 84 Π.Κ.).
Γιατί λοιπόν δεν απαγορεύονται κόμματα που όχι μόνο δεν καταδικάζουν τη βία, αλλά τη χρησιμοποιούν συστηματικά, ήδη από σήμερα, ως μέσο πολιτικής δράσης;
Μετά τις φρικαλεότητες του φασισμού και του ναζισμού, τα Συντάγματα πολλών δημοκρατικών χωρών προβλέπουν τη δυνατότητα απαγόρευσης «ανατρεπτικών» κομμάτων, συνήθως με δικαστικές εγγυήσεις. Γνωστότερα από αυτά είναι το γερμανικό και το τουρκικό. Οπως έχει κρίνει το Δικαστήριο του Στρασβούργου, η απαγόρευση αυτή, όταν θεμελιώνεται σε πράξεις και επίσημες διακηρύξεις και όχι σε μεμονωμένα περιστατικά, δεν προσκρούει στη Σύμβαση της Ρώμης (ΕΣΔΑ). Οι Αρχές, πάντως, δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την ανασύσταση των κομμάτων που απαγορεύτηκαν. Κάτι που λέει πολλά για τη μικρή αποτελεσματικότητα του θεσμού της απαγόρευσης, υπό καθεστώς δημοκρατίας.
Στη χώρα μας, το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπει τη δυνατότητα να απαγορευθεί πολιτικό κόμμα. Με νωπή τότε ακόμη τη θέση εκτός νόμου του ΚΚΕ για σχεδόν 30 χρόνια, η Νέα Δημοκρατία απέσυρε πρόταση που είχε υποβάλει, στο πρώτο στάδιο της συνταγματικής αναθεώρησης, ακολουθώντας το πρότυπο του άρθρου 21 του γερμανικού Συντάγματος.
Κατά τη σχετική συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε υποστηρίξει τότε ότι «αρκεί ο ποινικός κώδιξ», ενώ ο Δημ. Τσάτσος, ως εισηγητής της μειοψηφίας, εγκαλούσε την κυβέρνηση ότι «καταλύει το κράτος δικαίου» αφού, με την προτεινόμενη διάταξη, καταργούσε τη διάκριση νομιμότητας και παρανομίας (συνεδρ. 22.4.1975).
Εκτοτε, επικαλούμενοι το ναυάγιο της ανωτέρω πρότασης, οι συνταγματολόγοι συμφωνούν ότι το ισχύον Σύνταγμα αποκλείει το ενδεχόμενο να απαγορευθεί πολιτικό κόμμα, ακόμη με ειδικό νόμο (παρόμοιο π.χ. με τον διαβόητο α.ν. 509/1947).
Στο επιχείρημα αυτό, θα προσέθετα και ένα δεύτερο, πιο ρεαλιστικό: η απαγόρευση της Χρυσής Αυγής με νόμο θα ήταν αλυσιτελής. Διότι οι βουλευτές της, ελλείψει ειδικής συνταγματικής διάταξης για την αυτοδίκαιη έκπτωσή τους (αντίστοιχης με το άρθρο 58 παρ. 6 των Συνταγμάτων της δικτατορίας), δεν θα έχαναν τη βουλευτική τους ιδιότητα. Τούτο σημαίνει ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν το «θεάρεστο» έργο τους και να κατέλθουν στις επόμενες εκλογές με άλλο όνομα, χωρίς καν να χρειαστεί να χρίσουν υποψηφίους τις γυναίκες ή τα παιδιά τους (όπως συνέβη προ ετών στην Τουρκία).
Δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω την ανωτέρω θέση ηθικά και πολιτικά, αν η έννομη τάξη μας δεν προέβλεπε άλλους τρόπους για την αμείλικτη δίωξη όσων προσφεύγουν συστηματικά σε πράξεις (πολιτικής) βίας. Με βάση τις διατάξεις του κοινού ποινικού μας δικαίου, οι τελευταίοι θα μπορούσαν να διωχθούν όχι μόνο για αντιποίηση αρχής (άρθρο 175 Π.Κ.), αλλά και για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 Π.Κ.), αφού αποδεδειγμένα όχι μόνον ανέχονται αλλά και επιδιώκουν απρόκλητες σωματικές βλάβες εις βάρος τρίτων, ιδίως μεταναστών, αν και όχι μόνον (άρθρο 310 Π.Κ.). Θα μπορούσαν ακόμη να διωχθούν με βάση τον αντιρατσιστικό ν. 927/1979, οι αξιόποινες πράξεις του οποίου διώκονται πλέον αυτεπαγγέλτως (άρθρο 39 παρ. 4 του ν. 2910/1991).
Η θαρραλέα εγκύκλιος του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έδειξε ότι ούτε η βουλευτική ιδιότητα μπορεί σήμερα να σταθεί εμπόδιο στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου. Οσο για τους ηγέτες των κομμάτων της βίας, οι οποίοι σχεδιάζουν τα έκτροπα αποφεύγοντας να συμμετάσχουν οι ίδιοι σε αυτά, θα μπορούσαν να διωχθούν ως ηθικοί αυτουργοί.
Σε κάθε περίπτωση, για την αντιμετώπιση της βίας, οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να δείξουν σθένος και αποφασιστικότητα. Εκτός από την κυβέρνηση, την αστυνομία, τους εισαγγελείς και τους δικαστές (θα προσέθετα μάλιστα και το προεδρείο της Βουλής πλέον!) χρειάζεται και εμείς, ως κοινοί πολίτες, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να εκφράσουμε με κάθε τρόπο των αποτροπιασμό μας απέναντι στον κάθε μελανοχίτωνα. Διότι η αναβίωση του φασισμού στη χώρα μας είναι ντροπή και για την ιστορία και για τον πολιτισμό μας.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
nooz.gr
Το είδαμε: εδώ