Σὰν σήμερα, πρὸ 97 ἐτῶν περίπου, ξεκίνησε…
Πολὺς πόνος… Πολύ αἷμα… Πολὺ μεγάλο τὸ τίμημα….
Σὰν σήμερα, 353.000 Τραντέλληνες χάθηκαν ἀπὸ χέρι μογγόλου… Ἔτσι... Γιὰ νὰ σβήσουν τὴν μνήμη τοῦ πλανήτου οἱ ἀπάτριδες… Γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν καταγωγή τους… Γιὰ νὰ παρακαλοῦν σήμερα, πληρώνοντας μὲ ἑκατομμύρια ἐπὶ ἑκατομμυρίων, τὴν μὴ ἀναγνώρισι τῶν γενοκτονιῶν ποὺ διέπραξαν…
Ἀκόμη ἀνακαλύπτουν ὁμαδικοὺς τάφους… Πῶς πετοῦσαν κάποτε τὰ ῥοδάκινα; Ἔτσι πετοῦσαν κι αὐτοὶ τοὺς ἀνθρώπους.. Σὰν σάπια ῥοδάκινα… Ἄχρηστα… Ἀπλήρωτα… Λὲς καὶ εἶχαν δικαιώματα ἐπὶ τῆς ζωῆς… Τὰ κτήνη…
Σὰν σήμερα σχεδὸν ξεκίνησε…
Ὁ παπποῦς μου, παιδάκι 4-5 ἐτῶν, ἔφυγε διωγμένος μὲ τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα γιὰ Ῥωσία. Αὐτοὶ σώθηκαν… Τυχαίως…
Ἡ γιαγιὰ μου ὅμως ἐπεβίωσε βρέφος ἀπὸ μεγάλες σφαγές καὶ πορεῖες θανάτου… Κι αὐτὴ ἀπὸ 11 ἀδέλφια, ἴσα ποὺ σώθηκε… Θήλαζε.. Γιὰ ἐτοῦτο…
Δύο ἄνθρωποι ποὺ δὲν γνώρισα. Ὁ παπποῦς μου σκοτώθηκε στὸν ἐμφύλιο καὶ ἡ γιαγιά, πληρώνοντας τὶς τόσες κακουχίες, πέθανε λίγες ἑβδομᾶδες μετὰ τὸν παπποῦ…. Ἀπὸ καϋμὸ λένε… Ἴσως….
Ζήσαμε… Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς ζήσαμε….
Ἕνας γέρος, παιδικὸς φίλος τοῦ παπποῦ μου, 102 ἐτων, πρὸ μερικῶν ἐτῶν μοῦ ἔλεγε γιὰ τοὺς δεκαεπτὰ πολέμους ποὺ ἔζησε… Δεκαεπτά… Λὲς καὶ οἱ πόλεμοι ἦταν πανηγύρια… Δεκαεπτά!!!
Γενιὲς ξεκληρισμένες… Τσακισμένες… Ἀλλὰ πέρασαν μέσα ἀπὸ τὸ μαχαίρι καὶ τὸ ἀτσάλι… Κι ἔζησαν… Ἔζησαν… Καὶ ζοῦμε κι ἐμεῖς…
Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν… Καὶ κάπου κάπου θυμοῦνται… Οἱ Πόντιοι θυμοῦνται λίγο περισσότερο…
Ἕνας θεῖος μου ἔχει ἀφήσει ἔως καὶ χάρτη στὰ παιδιὰ του γιὰ τὸ ποῦ θὰ βροῦν τὸ κάθε τί… Τὸ κάθε τί… Ἡ μάνα του, ἔφτιαξε τοὺς χᾶρτες καὶ τοὺς μοίρασε… Ἑπτὰ ἢ ὀκτώ ἐτῶν ἦταν ὅταν ἔφυγε… Ἀδελφὴ τοῦ παπποῦ μου… Πέθανε τυφλή μὲ τὸν καϋμὸ πὼς δὲν εἶδε Πατρίδα…
Ῥιζώσαμε ἐδῶ… Ἀλλὰ λίγο… Οἱ μισές μας ῥίζες ἔμειναν πίσω… Δὲν ξέρω ἐὰν εἶναι καλὸ ἢ κακὸ αὐτό… Συχνὰ ἀναρωτιέμαι… Μοῦ τὰ ἔλεγε ἡ γριὰ θεία, ἀδελφὴ τοῦ παπποῦ. Ἡ γιαγιὰ Πολυξένη.
Μίλαγε γιὰ τὶς κραυγὲς καὶ τὰ μάτια της ἔτρεχαν ποτάμι… Ὅλα τὰ κορίτσια τοῦ χωριοῦ ξέφυγαν, ἔλεγε… Ὄχι ὅμως τὰ ἀγόρια… Καὶ σὲ ὅλα τὰ ἄλλα χωριὰ, ἀπὸ ὅπου περνοῦσαν τὶς νύκτες γιὰ νὰ ξεφύγουν, τὰ οὐρλιακτὰ δὲν ἔπαυαν… Ἀσταμάτητα…
Ἢμουν παιδάκι, κι ἐκείνη τυφλή… Μᾶς ἔβαζε ἐμπρός της κι ἔλεγε… Καὶ τὰ μάτια τὰ ἄδεια ἔτρεχαν… Βρύσες…. «… Χάσαμε καὶ τὸν θεῖο Ἀνέστη… Καὶ τὸν ἐξάδελφο τὸν Κόλλια… Καὶ τὸν Χαρίτωνα τοῦ παπᾶ… Πᾶνε τὰ παλληκάρια μας… Στὸν δρόμο σάπισαν τὰ κόκκαλά τους… Χάσαμε καὶ τὸ Λενάκι, τῆς θειᾶς τῆς Κερεκῆς… Καὶ τὴν Μαριούλα… Καὶ παιδιά… Οὒουουου… Πολλὰ παιδιά δικά μας… Ἐμεῖς φύγαμε… Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι τί νὰ ἀπέγιναν; Πᾶνε… Χάθηκαν… Πόλεμος ἦταν.. Κακὸ πρᾶγμα ὁ πόλεμος… Μὰ ἐμεῖς πάντα πόλεμο εἴχαμε… Ἀπὸ μωρά..
Μᾶς ξερίζωσαν…. Μᾶς πέταξαν ἀπὸ τὰ σπίτια μας… Καὶ ὅλα μας τὰ παλληκάρια, ἀπὸ μωρά, μὲ τὰ ὄπλα στὰ χέρια… Κι ἔτσι σωθήκαμε… Μὲ τὰ ὅπλα… Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι χάθηκαν… Σχεδὸν ὅλοι… Πᾶνε… Ὢι, ὤι, ὤι μανούλα μου… ὅλοι… Χάθηκαν ὅλοι… Τόσοι ἄνθρωποι… Καλοὶ ἄνθρωποι ὅλοι… Καὶ χάθηκαν…» Κι ἔτρεχαν τὰ μάτια τὰ σκοτεινά… Τὰ ἄδεια ἀπὸ χαρὲς μάτια… Συνέχεια… Ἡμέρα καὶ νύκτα… Ἕνα «χάσαμε» ἡ ζωή τῆς γιαγιᾶς Πολυξένης… Ἕνα «χάσαμε»…
Κι ἐγὼ παιδάκι μικρό τὴν ἄκουγα… Λίγα καταλάβαινα… Τὰ πιὸ πολλὰ ἦταν μοιρολόι… Δὲν τὰ ἤξερα… Ἄλλη γενεά… Ἄλλα χρόνια… Καὶ οἱ εἰκόνες μακρινές, ἄγνωστες, δίχως χρώματα.. Κάτι ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες κάπου κάπου γιὰ νὰ μάθουμε ποιὸς ἦταν ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος χαμένος.. Ποῦ νὰ τὰ θυμόμαστε ὅμως; Ἀσπρόμαυρα ἦταν… Ξεθωριασμένα…
Μεγαλώσαμε.. Πέθανε καὶ ἡ γιαγιά… Ξεχαστήκαμε… Καὶ μετὰ ἔπιασα τὴν ἰστορία.. Ἔρωτας μεγάλος ἡ ἱστορία.. Ἀπέραντος… Καὶ τότε κατάλαβα ὅσα ἡ γιαγιὰ μᾶς ἔλεγε… Οἱ εἰκόνες πῆραν χρῶμα… Οἱ ζωγραφιὲς δὲν ἔδειχναν πλέον ἄγνωστα πρόσωπα… Καὶ ἡ ζωή τους ποὺ ἔσβησε κάπου, δὲν ἦταν κάτι ποὺ δὲν μὲ ἀφοροῦσε… Ἦταν ἡ ἱστορία τῶν δικῶν μου ἀνθρώπων. Αὐτῶν ποὺ ἡ γιαγιὰ Πολυξένη, ἡ ἀδελφὴ τοῦ παπποῦ μου, μὲ τόση ἐπιμονὴ ἔλεγε καὶ ξανάλεγε… Ἦταν οἱ δικοί μου ἄνθρωποι πλέον! Αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν θεῖο Ἀνέστη, ἐξάδελφο Κόλλια, θεία Κερεκή, Λενάκι… Δικοί μου ἄνθρωποι… Ποὺ σηκώθηκαν ἀπὸ τὸ τραπέζι γιὰ νὰ πιοῦν ἕνα ποτήρι νερό καὶ χάθηκαν.. Ποὺ μπῆκε ὁ φονιὰς στὸ σπίτι τους καὶ τοὺς ἔκοψε…
Καλοὶ ἄνθρωποι… Ἥσυχοι… Νοικοκυραῖοι.. Καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἦλθε κάποιαν στιγμὴ, κάποτε, ἔκατσε στὴν αὐλή τους πεινασμένος καὶ ζήτησε ψωμί. Καὶ οἱ καλοὶ ἄνθρωποι τοῦ ἔδοσαν… Καὶ ψωμί, καὶ στρῶμα καὶ δουλειά… Καὶ πέρασαν χρόνους πολλοὺς ἔτσι… Μὰ ὅταν ὁ ξένος ἔνοιωσε δυνατός, πῆρε μαχαίρι κι ἔκοψε τὸν νοικοκύρη. Τοῦ ἅρπαξε τὸ σπίτι, τὴν κόρη, τὴν γυναίκα, τὸ κρεββάτι, τὸν κῆπο, τὸ πηγάδι… Τὰ πάντα.. Κι ἔγινε αὐτὸς νοικοκύρης.. Ψεύτικος νοικοκύρης… Κίβδηλος… Γιὰ ἐτοῦτο καὶ τριγυρνᾶ ὡς ἐπαίτης σὲ κάθε αὐλὴ καὶ παρακαλᾶ γιὰ ἀναγνώρισι… Γιὰ ἀμνημοσύνη… Γιὰ ἀκύρωσι τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς γενοκτονίας.. Ὁ κίβδηλος…
Αὐτὸς ποὺ τώρα πάει νὰ ξανακάνῃ τὰ ἴδια… Σὲ ἄλλες γειτονιές μας… Γειτονιὲς ποὺ λέγονται Θράκη, Ἤπειρος, Μακεδονία, Κρήτη, Δωδεκάνησα.. Παντοῦ… Ξέρει τὸν τρόπο.. Τὸ ἔχει ξανακάνει τόσες καὶ τόσες φορὲς τὸ ἔγκλημα… Καὶ κάποιες ἀνίκανες κυβερνήσεις σήμερα, ὅπως καὶ τότε, ἀδυνατοῦν νὰ σταθοῦν ὄρθιες καὶ νὰ τὸν ἀντιμετωπισουν….
Εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν σὲ αὐτὲς τὶς γειτονιές μας… Καλοὶ ἄνθρωποι… Νοικοκυραῖοι… Δίδουν καὶ ψωμὶ καὶ νερὸ στὸν κάθε διαβάτη. Καὶ στρῶμα ἐὰν ἔχῃ ἀνάγκη.. Καλοὶ ἄνθρωποι… Φιλόξενοι… Καὶ εἶναι χιλιάδες οἱ διαβᾶτες ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὴν πόρτα τους.. Καὶ δίδουν συνέχεια.. Ἀλλὰ δὲν ἔχουν μάθει ἀπὸ τὴν ἱστορία.. Δὲν θυμοῦνται… Δὲν ἔχουν ἴσως δικούς τους ἀνθρώπους μέσα στοὺς ὁμαδικοὺς τάφους… Κάτι λίγοι «γραφικοὶ» ποὺ φωνάζουν, χαρακτηρίζονται μὲ τίτλους ὅπως «φασίστας, ἐθνικιστής, ἀκροδεξιός». Ὅμως οἱ «γραφικοὶ» ξέρουν… Ἔχουν δικούς τους νεκροὺς ἀπέναντι… Καὶ ξέρουν… Ἐκεῖνοι οἱ τᾶφοι δὲν γέμισαν μὲ ἀέρα καὶ νερό.. Μὲ ἀνθρώπινα κορμιὰ γέμισαν…..
Δὲν θέλω νὰ σκέπτομαι ἄλλο… Κουράστηκα… Δὲν ἔχει κάποιο νόημα νὰ κλαίω τοὺς νεκρούς μας ἀκόμη… Δὲν τοὺς κλαίω ἄλλως τε… Τοὺς θυμήθηκα σήμερα, ὅπως κάνω συχνά... Ἀλλὰ δὲν τοὺς κλαίω. Μόνον τοὺς τιμῶ! Διότι κάποιος πρέπει νὰ τὸ κάνῃ κι αὐτό…
Ὅμως αὐτὸ θέλω νὰ σταματήσῃ… Δὲν ἔχει κάποιο νόημα νὰ περιμένουμε μία ἀκόμη ἐπανάληψι ἀπὸ μογγολικοὺς περιπάτους στὶς γειτονιὲς ποὺ ἀπέμειναν ἐλεύθερες… Κανένα… Κάποτε πρέπει αὐτὸ τὸ ἄλλο τέρας ποὺ λέγεται ἑλληνικὴ κυβέρνησις νὰ ξυπνήσῃ καὶ νὰ προστατεύσῃ τοὺς πολίτες του...
Διότι αὐτὴν τὴν φορὰ εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ γνωρίζουν.. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀφήσουμε… Δὲν μᾶς χρειάζονται κι ἄλλοι ὁμαδικοὶ τᾶφοι… Καὶ εἶναι στὸ χέρι μας… Ὄχι στὸ δικό τους… Πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε.. Στὸ δικό μας χέρι Ἕλληνες…
Κι ἂς μὴν τὸ γνωρίζετε κάποιοι ἀπὸ ἐσᾶς ἀκόμη…
Φιλονόη ἐκ τοῦ Πόντου.
Πολὺς πόνος… Πολύ αἷμα… Πολὺ μεγάλο τὸ τίμημα….
Σὰν σήμερα, 353.000 Τραντέλληνες χάθηκαν ἀπὸ χέρι μογγόλου… Ἔτσι... Γιὰ νὰ σβήσουν τὴν μνήμη τοῦ πλανήτου οἱ ἀπάτριδες… Γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν καταγωγή τους… Γιὰ νὰ παρακαλοῦν σήμερα, πληρώνοντας μὲ ἑκατομμύρια ἐπὶ ἑκατομμυρίων, τὴν μὴ ἀναγνώρισι τῶν γενοκτονιῶν ποὺ διέπραξαν…
Ἀκόμη ἀνακαλύπτουν ὁμαδικοὺς τάφους… Πῶς πετοῦσαν κάποτε τὰ ῥοδάκινα; Ἔτσι πετοῦσαν κι αὐτοὶ τοὺς ἀνθρώπους.. Σὰν σάπια ῥοδάκινα… Ἄχρηστα… Ἀπλήρωτα… Λὲς καὶ εἶχαν δικαιώματα ἐπὶ τῆς ζωῆς… Τὰ κτήνη…
Σὰν σήμερα σχεδὸν ξεκίνησε…
Ὁ παπποῦς μου, παιδάκι 4-5 ἐτῶν, ἔφυγε διωγμένος μὲ τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα γιὰ Ῥωσία. Αὐτοὶ σώθηκαν… Τυχαίως…
Ἡ γιαγιὰ μου ὅμως ἐπεβίωσε βρέφος ἀπὸ μεγάλες σφαγές καὶ πορεῖες θανάτου… Κι αὐτὴ ἀπὸ 11 ἀδέλφια, ἴσα ποὺ σώθηκε… Θήλαζε.. Γιὰ ἐτοῦτο…
Δύο ἄνθρωποι ποὺ δὲν γνώρισα. Ὁ παπποῦς μου σκοτώθηκε στὸν ἐμφύλιο καὶ ἡ γιαγιά, πληρώνοντας τὶς τόσες κακουχίες, πέθανε λίγες ἑβδομᾶδες μετὰ τὸν παπποῦ…. Ἀπὸ καϋμὸ λένε… Ἴσως….
Ζήσαμε… Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς ζήσαμε….
Ἕνας γέρος, παιδικὸς φίλος τοῦ παπποῦ μου, 102 ἐτων, πρὸ μερικῶν ἐτῶν μοῦ ἔλεγε γιὰ τοὺς δεκαεπτὰ πολέμους ποὺ ἔζησε… Δεκαεπτά… Λὲς καὶ οἱ πόλεμοι ἦταν πανηγύρια… Δεκαεπτά!!!
Γενιὲς ξεκληρισμένες… Τσακισμένες… Ἀλλὰ πέρασαν μέσα ἀπὸ τὸ μαχαίρι καὶ τὸ ἀτσάλι… Κι ἔζησαν… Ἔζησαν… Καὶ ζοῦμε κι ἐμεῖς…
Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν… Καὶ κάπου κάπου θυμοῦνται… Οἱ Πόντιοι θυμοῦνται λίγο περισσότερο…
Ἕνας θεῖος μου ἔχει ἀφήσει ἔως καὶ χάρτη στὰ παιδιὰ του γιὰ τὸ ποῦ θὰ βροῦν τὸ κάθε τί… Τὸ κάθε τί… Ἡ μάνα του, ἔφτιαξε τοὺς χᾶρτες καὶ τοὺς μοίρασε… Ἑπτὰ ἢ ὀκτώ ἐτῶν ἦταν ὅταν ἔφυγε… Ἀδελφὴ τοῦ παπποῦ μου… Πέθανε τυφλή μὲ τὸν καϋμὸ πὼς δὲν εἶδε Πατρίδα…
Ῥιζώσαμε ἐδῶ… Ἀλλὰ λίγο… Οἱ μισές μας ῥίζες ἔμειναν πίσω… Δὲν ξέρω ἐὰν εἶναι καλὸ ἢ κακὸ αὐτό… Συχνὰ ἀναρωτιέμαι… Μοῦ τὰ ἔλεγε ἡ γριὰ θεία, ἀδελφὴ τοῦ παπποῦ. Ἡ γιαγιὰ Πολυξένη.
Μίλαγε γιὰ τὶς κραυγὲς καὶ τὰ μάτια της ἔτρεχαν ποτάμι… Ὅλα τὰ κορίτσια τοῦ χωριοῦ ξέφυγαν, ἔλεγε… Ὄχι ὅμως τὰ ἀγόρια… Καὶ σὲ ὅλα τὰ ἄλλα χωριὰ, ἀπὸ ὅπου περνοῦσαν τὶς νύκτες γιὰ νὰ ξεφύγουν, τὰ οὐρλιακτὰ δὲν ἔπαυαν… Ἀσταμάτητα…
Ἢμουν παιδάκι, κι ἐκείνη τυφλή… Μᾶς ἔβαζε ἐμπρός της κι ἔλεγε… Καὶ τὰ μάτια τὰ ἄδεια ἔτρεχαν… Βρύσες…. «… Χάσαμε καὶ τὸν θεῖο Ἀνέστη… Καὶ τὸν ἐξάδελφο τὸν Κόλλια… Καὶ τὸν Χαρίτωνα τοῦ παπᾶ… Πᾶνε τὰ παλληκάρια μας… Στὸν δρόμο σάπισαν τὰ κόκκαλά τους… Χάσαμε καὶ τὸ Λενάκι, τῆς θειᾶς τῆς Κερεκῆς… Καὶ τὴν Μαριούλα… Καὶ παιδιά… Οὒουουου… Πολλὰ παιδιά δικά μας… Ἐμεῖς φύγαμε… Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι τί νὰ ἀπέγιναν; Πᾶνε… Χάθηκαν… Πόλεμος ἦταν.. Κακὸ πρᾶγμα ὁ πόλεμος… Μὰ ἐμεῖς πάντα πόλεμο εἴχαμε… Ἀπὸ μωρά..
Μᾶς ξερίζωσαν…. Μᾶς πέταξαν ἀπὸ τὰ σπίτια μας… Καὶ ὅλα μας τὰ παλληκάρια, ἀπὸ μωρά, μὲ τὰ ὄπλα στὰ χέρια… Κι ἔτσι σωθήκαμε… Μὲ τὰ ὅπλα… Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι χάθηκαν… Σχεδὸν ὅλοι… Πᾶνε… Ὢι, ὤι, ὤι μανούλα μου… ὅλοι… Χάθηκαν ὅλοι… Τόσοι ἄνθρωποι… Καλοὶ ἄνθρωποι ὅλοι… Καὶ χάθηκαν…» Κι ἔτρεχαν τὰ μάτια τὰ σκοτεινά… Τὰ ἄδεια ἀπὸ χαρὲς μάτια… Συνέχεια… Ἡμέρα καὶ νύκτα… Ἕνα «χάσαμε» ἡ ζωή τῆς γιαγιᾶς Πολυξένης… Ἕνα «χάσαμε»…
Κι ἐγὼ παιδάκι μικρό τὴν ἄκουγα… Λίγα καταλάβαινα… Τὰ πιὸ πολλὰ ἦταν μοιρολόι… Δὲν τὰ ἤξερα… Ἄλλη γενεά… Ἄλλα χρόνια… Καὶ οἱ εἰκόνες μακρινές, ἄγνωστες, δίχως χρώματα.. Κάτι ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες κάπου κάπου γιὰ νὰ μάθουμε ποιὸς ἦταν ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος χαμένος.. Ποῦ νὰ τὰ θυμόμαστε ὅμως; Ἀσπρόμαυρα ἦταν… Ξεθωριασμένα…
Μεγαλώσαμε.. Πέθανε καὶ ἡ γιαγιά… Ξεχαστήκαμε… Καὶ μετὰ ἔπιασα τὴν ἰστορία.. Ἔρωτας μεγάλος ἡ ἱστορία.. Ἀπέραντος… Καὶ τότε κατάλαβα ὅσα ἡ γιαγιὰ μᾶς ἔλεγε… Οἱ εἰκόνες πῆραν χρῶμα… Οἱ ζωγραφιὲς δὲν ἔδειχναν πλέον ἄγνωστα πρόσωπα… Καὶ ἡ ζωή τους ποὺ ἔσβησε κάπου, δὲν ἦταν κάτι ποὺ δὲν μὲ ἀφοροῦσε… Ἦταν ἡ ἱστορία τῶν δικῶν μου ἀνθρώπων. Αὐτῶν ποὺ ἡ γιαγιὰ Πολυξένη, ἡ ἀδελφὴ τοῦ παπποῦ μου, μὲ τόση ἐπιμονὴ ἔλεγε καὶ ξανάλεγε… Ἦταν οἱ δικοί μου ἄνθρωποι πλέον! Αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν θεῖο Ἀνέστη, ἐξάδελφο Κόλλια, θεία Κερεκή, Λενάκι… Δικοί μου ἄνθρωποι… Ποὺ σηκώθηκαν ἀπὸ τὸ τραπέζι γιὰ νὰ πιοῦν ἕνα ποτήρι νερό καὶ χάθηκαν.. Ποὺ μπῆκε ὁ φονιὰς στὸ σπίτι τους καὶ τοὺς ἔκοψε…
Καλοὶ ἄνθρωποι… Ἥσυχοι… Νοικοκυραῖοι.. Καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἦλθε κάποιαν στιγμὴ, κάποτε, ἔκατσε στὴν αὐλή τους πεινασμένος καὶ ζήτησε ψωμί. Καὶ οἱ καλοὶ ἄνθρωποι τοῦ ἔδοσαν… Καὶ ψωμί, καὶ στρῶμα καὶ δουλειά… Καὶ πέρασαν χρόνους πολλοὺς ἔτσι… Μὰ ὅταν ὁ ξένος ἔνοιωσε δυνατός, πῆρε μαχαίρι κι ἔκοψε τὸν νοικοκύρη. Τοῦ ἅρπαξε τὸ σπίτι, τὴν κόρη, τὴν γυναίκα, τὸ κρεββάτι, τὸν κῆπο, τὸ πηγάδι… Τὰ πάντα.. Κι ἔγινε αὐτὸς νοικοκύρης.. Ψεύτικος νοικοκύρης… Κίβδηλος… Γιὰ ἐτοῦτο καὶ τριγυρνᾶ ὡς ἐπαίτης σὲ κάθε αὐλὴ καὶ παρακαλᾶ γιὰ ἀναγνώρισι… Γιὰ ἀμνημοσύνη… Γιὰ ἀκύρωσι τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς γενοκτονίας.. Ὁ κίβδηλος…
Αὐτὸς ποὺ τώρα πάει νὰ ξανακάνῃ τὰ ἴδια… Σὲ ἄλλες γειτονιές μας… Γειτονιὲς ποὺ λέγονται Θράκη, Ἤπειρος, Μακεδονία, Κρήτη, Δωδεκάνησα.. Παντοῦ… Ξέρει τὸν τρόπο.. Τὸ ἔχει ξανακάνει τόσες καὶ τόσες φορὲς τὸ ἔγκλημα… Καὶ κάποιες ἀνίκανες κυβερνήσεις σήμερα, ὅπως καὶ τότε, ἀδυνατοῦν νὰ σταθοῦν ὄρθιες καὶ νὰ τὸν ἀντιμετωπισουν….
Εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν σὲ αὐτὲς τὶς γειτονιές μας… Καλοὶ ἄνθρωποι… Νοικοκυραῖοι… Δίδουν καὶ ψωμὶ καὶ νερὸ στὸν κάθε διαβάτη. Καὶ στρῶμα ἐὰν ἔχῃ ἀνάγκη.. Καλοὶ ἄνθρωποι… Φιλόξενοι… Καὶ εἶναι χιλιάδες οἱ διαβᾶτες ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὴν πόρτα τους.. Καὶ δίδουν συνέχεια.. Ἀλλὰ δὲν ἔχουν μάθει ἀπὸ τὴν ἱστορία.. Δὲν θυμοῦνται… Δὲν ἔχουν ἴσως δικούς τους ἀνθρώπους μέσα στοὺς ὁμαδικοὺς τάφους… Κάτι λίγοι «γραφικοὶ» ποὺ φωνάζουν, χαρακτηρίζονται μὲ τίτλους ὅπως «φασίστας, ἐθνικιστής, ἀκροδεξιός». Ὅμως οἱ «γραφικοὶ» ξέρουν… Ἔχουν δικούς τους νεκροὺς ἀπέναντι… Καὶ ξέρουν… Ἐκεῖνοι οἱ τᾶφοι δὲν γέμισαν μὲ ἀέρα καὶ νερό.. Μὲ ἀνθρώπινα κορμιὰ γέμισαν…..
Δὲν θέλω νὰ σκέπτομαι ἄλλο… Κουράστηκα… Δὲν ἔχει κάποιο νόημα νὰ κλαίω τοὺς νεκρούς μας ἀκόμη… Δὲν τοὺς κλαίω ἄλλως τε… Τοὺς θυμήθηκα σήμερα, ὅπως κάνω συχνά... Ἀλλὰ δὲν τοὺς κλαίω. Μόνον τοὺς τιμῶ! Διότι κάποιος πρέπει νὰ τὸ κάνῃ κι αὐτό…
Ὅμως αὐτὸ θέλω νὰ σταματήσῃ… Δὲν ἔχει κάποιο νόημα νὰ περιμένουμε μία ἀκόμη ἐπανάληψι ἀπὸ μογγολικοὺς περιπάτους στὶς γειτονιὲς ποὺ ἀπέμειναν ἐλεύθερες… Κανένα… Κάποτε πρέπει αὐτὸ τὸ ἄλλο τέρας ποὺ λέγεται ἑλληνικὴ κυβέρνησις νὰ ξυπνήσῃ καὶ νὰ προστατεύσῃ τοὺς πολίτες του...
Διότι αὐτὴν τὴν φορὰ εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ γνωρίζουν.. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀφήσουμε… Δὲν μᾶς χρειάζονται κι ἄλλοι ὁμαδικοὶ τᾶφοι… Καὶ εἶναι στὸ χέρι μας… Ὄχι στὸ δικό τους… Πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε.. Στὸ δικό μας χέρι Ἕλληνες…
Κι ἂς μὴν τὸ γνωρίζετε κάποιοι ἀπὸ ἐσᾶς ἀκόμη…
Φιλονόη ἐκ τοῦ Πόντου.
Το είδαμε: εδώ