Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Σαν σήμερα το 1911…

Print Friendly and PDF Print Print Friendly and PDF PDF

Σαν σήμερα το 1911 Ο Νορβηγός εξερευνητής Ρόαλντ Αμούνδσεν γίνεται ο πρώτος άνθρωπος που φτάνει στον Νότιο Πόλο.

Ανταρκτική, το Μεγαλύτερο «Ψυγείο» του Κόσμου

ΦΑΝΤΑΣΘΗΤΕ ότι ανοίγετε την πόρτα ενός ψυγείου που ήταν κλεισμένο επί χιλιάδες χρόνια και, μόλις ανοίγετε την πόρτα, ανακαλύπτετε σε κάθε ράφι κάτι καινούργιο, κάτι που ποτέ προηγουμένως δεν το είχαν δει ανθρώπινα μάτια! Ένα τέτοιο θέαμα έγινε πραγματικότης για τον άνθρωπο, πριν από 160 περίπου χρόνια, όταν είδε πραγματικά την Ανταρκτική το μεγαλύτερο «ψυγείο» του κόσμου, που ύστερα εξετέθη στη θέα του σύγχρονου πολιτισμού.

Οι αστροναύτες που είδαν τη γη από το διάστημα, μας λένε ότι ένα από τα πιο εξέχοντα χαρακτηριστικά του πλανήτη μας είναι το σεντόνι πάγου της Ανταρκτικής. Απλώνεται σε έκτασι 5.500.000 τετραγωνικών μιλίων (14.244.934 τετραγωνικά χιλιόμετρα,) μια έκτασι μεγαλύτερη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κεντρική Αμερική μαζί. Οι επιστήμονες διεπίστωσαν ότι έχει πάχος περίπου 6.500 πόδια κατά μέσον όρο (1.981 μέτρα) και περιλαμβάνει το 90 και πλέον τοις εκατό του πάγου παγκοσμίως. Μόνο το 5 τοις εκατό περίπου της ξηράς της Ανταρκτικής είναι ορατό. Αν αυτό το προσφάτως εξερευνηθέν «ψυγείον» ξεπάγωνε, θα ανέβαζε το επίπεδο των ωκεανών κατά 150 ως 200 πόδια (46 ως 61 μέτρα) και θα πλημμύριζε κάθε λιμάνι και χαμηλή ακτή του κόσμου. Χωρίς το κάλυμμα του πάγου, οι περιοχές της Ανταρκτικής θα ευρίσκοντο κάτω από το νερό και η ήπειρος θα γινόταν έτσι μικρότερη.

Ανακάλυψις και Εξερεύνησις

Ο άνθρωπος άρχισε να στρέφη τα εξερευνητικά του ενδιαφέροντα προς νότον στα μέσα του δεκάτου ογδόου αιώνος. Λίγα μόνο χρόνια προηγουμένως μεγάλο μέρος του νοτίου ημισφαιρίου ήταν μια αχανής άγνωστη περιοχή. Εξ αιτίας των τεραστίων αποστάσεων που υπήρχαν, κανείς δεν μπορούσε να δώση απάντησι σε βασικά ερωτήματα όπως το αν αυτή η περιοχή αποτελείτο κυρίως από ξηρά ή νερό.

Το 1772 ο Βρεταννός εξερευνητής Πλοίαρχος Τζέιμς Κουκ ξεκίνησε για ένα ταξίδι τριών ετών στα νότια πλάτη. Οι πάγοι τον εμπόδισαν να πλησιάση πολύ κοντά και, μολονότι περιέπλευσε την ήπειρο, ποτέ δεν είδε την ίδια την Ανταρκτική. Μεταξύ του 1800 και 1821, οι κυνηγοί φώκιας και οι εξερευνητές είδαν νησιά και τμήματα της χερσονήσου, ίσως και μέρος του κυρίου όγκου της ηπείρου. Αργότερα, ο αξιωματικός του Αμερικανικού Ναυτικού Τσαρλς Ουίλκς και ο Βρεταννός εξερευνητής Τζέιμς Ρος συνέβαλαν πολύ στο ενδιαφέρον και τη γνώσι για την Ανταρκτική κι άνοιξαν έτσι το δρόμο για την εξερεύνησι της χώρας. Ο Ρόμπερτ Φ. Σκοτ, Βρεταννός εξερευνητής, προχώρησε μέχρι 575 μίλια (925 χιλιόμετρα) στο Νότιο Πόλο, το 1903. Ο πρώτος όμως που πραγματικά έφθασε εκεί, ήταν ο Νορβηγός Ρόαλντ Αμούνδσεν, στις 14 Δεκεμβρίου 1911. Ένα μήνα περίπου αργότερα, ο Σκοτ και η ομάδα του, που αποτελείτο από τέσσερα άτομα, έφθασαν στον Πόλο, αλλά εξαφανίσθηκαν στο Φράγμα του Ρος στο ταξίδι της επιστροφής. Οι δυσκολίες που συναντούσε κανείς στην προσπάθ

εια του να πλησιάση τον Πόλο, καταφαίνονται από το γεγονός ότι καμμιά άλλη ομάδα δεν το επεχείρησε μέχρι το 1957-1958. Τότε ήταν που, επί τέλους, άρχισε να ανοίγη η γιγαντιαία πόρτα του μεγαλυτέρου «ψυγείου» του κόσμου. Τι περιείχε αυτό το «ψυγείο»;

Μελέτες των Μετεωρολογικών Συνθηκών

Το «άνοιγμα» της Ανταρκτικής έρριξε φως στα μάτια των επιστημόνων, επειδή ήταν συναρπαστικά διαφορετική. Μολονότι η Αρκτική ζώνη είναι κυρίως ωκεανός, η Ανταρκτική είναι ξηρά. Αυτό ευθύνεται εν μέρει για το ψυχρό της κλίμα. Η πιο ψυχρή θερμοκρασία που καταγράφηκε ποτέ στη γη ήταν -126,9 βαθμούς Φαρενάιτ (-88,3 βαθμούς Κελσίου) στη Ρωσική Βάσι Βοστόκ τον Αύγουστο του 1960. Ακόμη και μέχρι σήμερα είναι η μόνη ήπειρος όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήση μόνιμα χωρίς να εξαρτάται από εξωτερικά εφόδια.

Οι καιρικές συνθήκες της Ανταρκτικής βοηθούν στον έλεγχο του κλίματος όλης της γης. Οι επιστήμονες διαπιστώνουν ότι αυτό το γιγαντιαίο «ψυγείο» δημιουργεί περισσότερο ψυχρό αέρα από κάθε άλλο μέρος στον κόσμο. Ο παγωμένος, τσουχτερός αέρας κατηφορίζει στις πολικές πλαγιές προς την ακτή και καταλήγει σε ανέμους που τρέχουν με ταχύτητα 140 μέχρι 145 μιλίων (225 χλμ.) την ώρα κατά μήκος της ακτής. Πράγματι, ο παγωμένος αέρας απεδείχθη ότι είναι ο πιο ανασταλτικός παράγων στην εξερεύνησι της Ανταρκτικής. Τελικά, αυτός ο αέρας σαρώνει τη Χιλή και την Αργεντινή και μέρη της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, συμβάλλοντας έτσι στον «κλιματισμό» του σπιτιού μας, της Γης.

Ο Ανταρκτικός Ωκεανός, στην πραγματικότητα, είναι μέρος του ενιαίου μεγάλου ωκεανού της γης. Ενώνεται με τον Ατλαντικό τον Ειρηνικό και τον Ινδικό Ωκεανό. Αλλά έχει μερικά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά. Είναι ψυχρότερος και λιγώτερο αλμυρός από τούς ωκεανούς του βορρά. Τα παγωμένα νερά του ωκεανού κινούνται προς βορράν, ύστερα βυθίζονται κάτω από τα θερμότερα νερά στη «συμβολή» του Ανταρκτικού Ωκεανού με τους βόρειους Ωκεανούς, και απλώνονται μακριά προς τον βορρά, πέρα από τον ισημερινό. Όταν τα νερά που ρέουν προς νότον, στα δυτικώτερα μέρη των άλλων ωκεανών, συναντούν τα παγωμένα νερά του Ανταρκτικού, εκτρέπονται προς ανατολάς και σχηματίζουν το Περιπολικό Ρεύμα, που ταξιδεύει ακανόνιστα εντελώς γύρω από τη γη κοντά στο νότιο πλάτος των 47° ως 61°. Οι ωκεανογράφοι, μετρούν τα ρεύματα, ελέγχουν την περιεκτικότητά τους σε ορυκτά, παίρνουν τη θερμοκρασία σε διάφορα επίπεδα και εξαπολύουν ηχητικά κύματα στο βυθό της θάλασσας για να εξακριβώσουν τα βάθη. Αυτές οι πληροφορίες, μαζί με τα ρεύματα του ανέμου και τη δρά

σι των παγετώνων, αποδεικνύονται πολύτιμες στη μετεωρολογία και σ’ άλλες επιστήμες.

Φυτά και Ζώα

Στο παγερό κρύο, λίγα φυτά επιζούν. Λόγω της μακράς Ανταρκτικής νύκτας, οι 800 ποικιλίες φυτών—λειχήνες, βρύα, φύκια του γλυκού νερού, βακτηρίδια, μούσκλια, ζυμομύκητες και μύκητες που ζουν στην ξηρά είναι ναρκωμένα επί μακρά χρονικά διαστήματα. Αλλά γίνονται σχεδόν στιγμιαία φωτοσυνθετικά στη διάρκεια της σύντομης καλοκαιρίας των λίγων ημερών, εβδομάδων ή ενός έως δύο μηνών.

Εξ άλλου, μολονότι η φυτική ζωή σπανίζει, τα ζώα αφθονούν αλλά και ο αριθμός, και το μέγεθος των χερσαίων ειδών είναι μικρά. Σχεδόν όλα τα ζώα επισημαίνονται κοντά στην άκρη του επιστρώματος του πάγου ή μέσα στο νερό και είτε ζουν στον ωκεανό ή τρέφονται απ’ αυτόν. Τα ζώα που καταφεύγουν στην ξηρά για τροφή και καταφύγιο είναι μερικά μικροσκοπικά είδη καθώς και μικροσκοπικά έντομα και αράχνες. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά είναι μια μύγα, συγγενής προς την κοινή μύγα των σπιτιών, μεγέθους ενός δεκάτου περίπου της ίντσας (περίπου 3 χιλιοστόμετρα). Εκτός από τους πιγγουίνους που δεν πετούν, υπάρχουν και οι ληστρίδες (στερκοράριοι του Νοτίου Πόλου) και οι πετρέλοι της Ανταρκτικής. Στις Ανταρκτικές και υπο-Ανταρκτικές νησιωτικές περιοχές υπάρχουν δρεπανίδες (οι χελιδονόμορφες), άλμπατρος, φαλακροκόρακες, γλάροι και άλλα πουλιά. Μερικά πουλιά κατά καιρούς προχωρούν προς το εσωτερικό της ηπείρου.

Η Αρκτική δρεπανίς είναι ο μεγαλύτερος θαλασσοπόρος του κόσμου. Περνά έξη μήνες του έτους στην Ανταρκτική και έξη μήνες στην Αρκτική και πετά 11.000 μίλια (17.700 χιλιόμετρα) από το βορρά για ν’ απολαύση το Ανταρκτικό καλοκαίρι. Έτσι, κατορθώνει να ζη σχεδόν συνέχεια στο φως της ημέρας.

Πέντε από τις δέκα ποικιλίες πιγγουίνου που υπάρχουν στον κόσμο βρίσκονται εδώ. Ο πιγγουίνος Αντελί (άλκα η μακρόπτερος ή πιγγουίνος ο μικρός) και ο βασιλικός πιγγουίνος (ή απτηνοδύτης ο παταγονικός) είναι οι μόνοι που αναπαράγουν στην ήπειρο. Ο πιγγουίνος Αντελί που έχει κατά μέσον όρο ύψος περίπου δέκα πέντε ιντσών (38 εκατοστά) και βάρος δέκα ως δέκα πέντε πάουντς (4,5 ως 6,8 χιλιόγραμμα), φαίνεται ότι κατευθύνεται από προσανατολισμό που σχετίζεται με τον ήλιο και από κάποιο βιολογικό, όμοιο με ρολόι, μηχανισμό.

Αυτός που δοκιμάζει στο έπακρο την θερμοκρασία του «ψυγείου», είναι ο βασιλικός πιγγουίνος, ο μεγάλος αδελφός του Αντελί. Αυτά τα πουλιά με την αξιοπρεπή εμφάνισι ζυγίζουν από 55 περίπου μέχρι 100 πάουντς (25 έως 45 χιλιόγραμμα) και έχουν ύψος σχεδόν τέσσερα πόδια (1,2 μέτρα). Η μητέρα πιγγουίνος γεννά το μοναδικό της αυγό στην καρδιά του χειμώνα. Όταν πλησιάζη να γεννήση, κατευθύνεται προς νότον, στην παγερή σκοτεινιά της μεγάλης χειμωνιάτικης νύχτας. Σχεδόν αμέσως μόλις γεννήση το μοναδικό αυγό, η μητέρα το τοποθετεί προσεκτικά στα μεμβρανώδη πόδια του πατέρα και του αναθέτει την ευθύνη να το κλωσήση, πράγμα που αυτός κάνει με το να το μεταφέρη δυο μήνες στην κορυφή των πλατειών ποδιών του κάτω από μια ζεστή πτυχή του υπογαστρίου δέρματος. Ενώ ο υπομονητικός υποψήφιος πατέρας δεν τρώγει καθώς φροντίζει γι’ αυτό το καθήκον, η μητέρα προχωρεί προς βορρά στη θάλασσα και συλλέγει τροφή. Όταν επιστρέφη, είναι έτοιμη να θρέψη το μικρό, πράγμα που το κάνει εξεμώντας μέρος της τροφής που έχει φάει. Ο βασιλικός πιγγ

ουίνος είναι το μόνο πουλί που δεν ακολουθεί τη χειμωνιάτικη επέκτασι του σωρού των πάγων καθώς απλώνεται προς βορρά, αλλά παραμένει πίσω, μέσα στις άγριες, ισχυρές χιονοθύελλες της σχεδόν εξάμηνης νύχτας υπό συνθήκες τις οποίες θα ήταν σχεδόν αδύνατο να διατηρήση φωλιές, όπως κάνουν τα άλλα πουλιά.

Στο παγωμένο νερό γύρω από την Ανταρκτική βρίσκομε εκατομμύρια φώκιες διαφόρων ειδών. Αυτά τα ζώα είναι απόλυτα ευχαριστημένα στο περιβάλλον τους, καθώς έχουν ένα μονωτικό στρώμα λίπους που προμηθεύει ένα απόθεμα τροφής και συμβάλλει επίσης στην πλευστότητα της φώκιας στο νερό. Βρίσκουν πλούσιες «βοσκές» στα νερά που βρίθουν από ψάρια. Υπάρχουν και μερικά είδη φαλαινών που βρίσκουν επίσης άφθονη τροφή στα μεγάλα και πυκνά κοπάδια των πλαγκτονικών οστρακόδερμων που ομοιάζουν με τις γαρίδες. Τα ψάρια που ζουν στο βυθό του ωκεανού είναι χαρακτηριστικά της Ανταρκτικής, αφού το 90 τοις εκατό απ’ αυτά δεν απαντώνται σε κανένα άλλο μέρος της γης.

Δύτες που φορούσαν αδιάβροχα κοστούμια ενισχυμένα με επίστρωμα μισής ίντσας (13 χιλιοστομέτρων) και εργάζοντο στο νερό σε θερμοκρασία 28 βαθμών Φαρενάιτ (-2 βαθμών Κελσίου) επί μία ώρα κάθε φορά, συγκέντρωσαν δείγματα από 130 γνωστές ποικιλίες ψαριών της Ανταρκτικής και άλλων θαλασσίων ειδών. Πολλά, όπως το χταπόδι, δεν έχουν κόκκινο αίμα και μερικά είναι ημιδιαφανή. Άλλα ψάρια έχουν κόκκινο αίμα που δεν παγώνει σε εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες. Πρόσφατα, ένας δύτης ανεκάλυψε μια νύμφη χελιού μήκους τεσσάρων ως πέντε ποδών (1,2 ως 1,5 μέτρα)—είκοσι φορές μεγαλύτερη από κάθε νεογέννητο χέλι που είδε ποτέ άνθρωπος.

Από τον Οκτώβριο ως τον Φεβρουάριο ο καιρός μαλακώνει, αλλά, αν εξαιρέσωμε τη Χερσόνησο της Ανταρκτικής, που εκτείνεται σε απόστασι μέχρι 600 μιλίων (966 χιλιόμετρα) προς τη Νότιο Αμερική, η θερμοκρασία ποτέ δεν ανεβαίνει πέρα από τον βαθμό ψύξεως. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου μερικά είδη μικροσκοπικών εντόμων ξαναθερμαίνονται κι επανέρχονται στη ζωή για ελάχιστες μέρες και ύστερα ξαναπαγώνουν και πέφτουν σε νάρκη. Υπάρχουν ψύλλοι του χιονιού και σκουληκάκια με οκτώ πόδια. Οι επιστήμονες διεπίστωσαν ότι τα σώματα τους παράγουν μια ουσία που λέγεται γλυκερόλη. Είναι μια χημική ουσία που μερικές φορές χρησιμοποιείται σαν αντιψυκτικό. Η ουσία αυτή προστατεύει αυτά τα μικρά έντομα στη διάρκεια του Ανταρκτικού χειμώνα.

Οι ψύλλοι και τα έντομα εγείρουν το ζήτημα των ασθενειών. Η παλαιά ιστορία ότι δεν υπάρχουν μικρόβια στην Ανταρκτική είναι εσφαλμένη. Η ήπειρος μπορεί να είναι λευκή σαν το εσωτερικό ενός χειρουργείου, αλλά τα μικρόβια αφθονούν. Ενενήντα πόδια (27 μέτρα) κάτω από την επιφάνεια του Νοτίου Πόλου, οι μικροβιολόγοι ανεκάλυψαν μερικά μικρόβια που φαίνεται ότι παγιδεύθηκαν εκεί επί έναν αιώνα. Χρησιμοποιώντας μάσκες για το πρόσωπο και αποστειρωμένα όργανα, πρόσεξαν πολύ να μην αναμίξουν τα σύγχρονα μικρόβια μ’ εκείνα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Βρήκαν σταφυλόκοκκο, ένα είδος μικροβίου που μπορεί να προξενήση σοβαρή ασθένεια. Αυτά τα μικρόβια υπήρχαν στην Ανταρκτική από το 1860, εκτός αν είχαν διαφύγει μερικά από τα μικρόβια των επιστημόνων λόγω κάποιου ελαττωματικού οργάνου ή εφοδίου. Επίσης, τα μικρόβια στον πάγο δεν ήσαν νεκρά, αλλά ανέζησαν όταν ζεστάθηκαν στο εργαστήριο.

Εν τούτοις, το υπερβολικό κρύο και η ξηρασία της ατμόσφαιρας στην Ανταρκτική έχει πολύ αντισηπτική επίδρασι. Η Βρεταννική Εγκυκλοπαιδεία αναφέρει: «Βρέθηκαν πολυάριθμα πτώματα φώκιας που είχαν γίνει μούμιες, κυρίως του είδους της φώκιας που τρέφεται με καβούρια, σε απόστασι σχεδόν 30 μιλίων [48 χιλιόμετρα] από τη θάλασσα και σε ύψος περίπου 3.000 ποδών [914 μέτρων] στις ξηρές κοιλάδες του ΜακΜάρντο. Επειδή δεν εύρισκαν τροφή στις περιπλανήσεις αυτές στο εσωτερικό, οι φώκιες που ανήκαν σ’ αυτό το είδος που τρέφεται με καβούρια, τελικά πέθαναν και τα από δέρμα πτώματα τους διατηρήθηκαν λόγω της παγωνιάς και της ξηρασίας του κλίματος.»

Ένα Επιστημονικό Εργαστήριο

Η Ανταρκτική σήμερα θα μπορούσε να περιγραφή ως ένα εργαστήριο για επιστήμονες. Οι γεωλόγοι εργάζονται για ν’ ανακαλύψουν τι βρίσκεται κάτω από το τεραστίου πάχους στρώμα του πάγου. Οι σεισμικές καταγραφές και οι φωτογραφίες με ραδιόμετρα απεκάλυψαν πρόσφατα ότι η συμπαγής βάσις του μεγαλυτέρου μέρους της Ανταρκτικής είναι ηπειρωτικής δομής μάλλον παρά ωκεανικής. Η Ανταρκτική επίσης διαπιστώνεται ότι είναι η πιο ήσυχη και μη σεισμογενής από όλες τις ηπείρους. Οι άνθρωποι έχουν ιδεί σχεδόν όλη την Ανταρκτική και οι περισσότερες ορεινές περιοχές της έχουν φωτογραφηθή από αέρος και χαρτογραφήθηκαν. Οι γεωλόγοι, οι βιοφυσικοί, οι ειδικοί επί των πάγων και οι γεωφυσικοί εξακολουθούν να επισκέπτωνται και να μελετούν αυτές τις περιοχές με την ελπίδα να βρουν περισσότερα πράγματα για την κατασκευή και το οικολογικό σύστημα όλης της γης.

Διάφορα έθνη έχουν ιδρύσει σταθμούς στην Ανταρκτική. Δέκα από τα δώδεκα έθνη που υπέγραψαν τη συνθήκη της Ανταρκτικής διατηρούν σταθμούς όλο τον χειμώνα. Η Ρωσία έχει τον σταθμό Μπιλλινγκχάουζεν στη Χερσόνησο. Η κύρια βάσις επιχειρήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ο Σταθμός ΜακΜάρντο, στην πλευρά της ηπείρου προς τον Ειρηνικό. Τροφοδοτείται με πυρηνική ενέργεια κι έχει μέσο πληθυσμό 900 ατόμων το καλοκαίρι και 200 ατόμων το χειμώνα. Διατηρεί επίσης μικρούς σταθμούς όλο το έτος στο Νότιο Πόλο και στη Χερσόνησο. Και η ήπειρος αυτή καθώς φαίνεται απαγορευμένη για μερικούς, θεωρείται πραγματικά σαν μελλοντικό τουριστικό καταφύγιο. Ακόμη και τώρα, οι τουρίστες επισκέπτονται τους επιστημονικούς της σταθμούς και τις φωλιές των πιγγουίνων και, βεβαίως, θα μπορούσε να γίνη παράδεισος των ‘σκιέρ.’

Ποιος ξέρει τι άλλα ‘αποθέματα θησαυρών’ θα βγουν απ’ αυτό το ηπειρωτικό «ψυγείο»; Πρέπει να γίνη ακόμη πολλή εξερεύνησις και πειραματισμός. Η τεχνολογία μπορεί ν’ αναπτυχθή για να εκμεταλλευθή τα πλούσια αποθέματα της σε ορυκτά. Και η μελέτη των ατμοσφαιρικών της συνθηκών και του γύρω ωκεανού μπορεί να βοηθήση τους επιστήμονες να κατανοήσουν περισσότερα για τον καιρό σε όλα τα μέρη του κόσμου. Για ένα πράγμα μπορούμε να είμεθα βέβαιοι—ότι όπως εκτιμούμε το ψυγείο μας στο σπίτι, έτσι θα εκτιμούμε όλο και περισσότερο, καθώς περνά ο καιρός, το Ανταρκτικό μας «ψυγείο», που τώρα είναι ανοιχτό για να το χρησιμοποιούμε.

 

periodiko

Share
Loading