Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Yπερβιταμίνωση (μεγάλη λήψη) από βιταμίνη D. Πότε είναι τοξική και τι πρέπει να προσέχουμε;

Print Friendly and PDF Print Print Friendly and PDF PDF

της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή, μοριακής βιολόγου, medlabnews.gr
Έγινε γνωστό ότι πολλά ζώα στην Αμερική πέθαναν ή αρρώστησαν βαριά όταν έφαγαν κάποια τροφή που περιείχε μεγάλες ποσότητες σε βιταμίνη D.

Στον άνθρωπο είναι εξίσου επικίνδυνη η λήψη μεγάλης ποσότητας βιταμίνης D;

Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη, η οποία σχηματίζεται στον οργανισμό στα μεσογειακά κλίματα, κυρίως μέσω της απορρόφησης της ηλιακής υπεριώδους ακτινοβολίας από το δέρμα.Προάγει την απορρόφηση ασβεστίου και τη φυσιολογική δόμηση των οστών. Συμμετέχει επίσης στη διαμόρφωση της κυτταρικής ανάπτυξης, στη ρύθμιση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και απόπτωσης, προάγει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, και τη μείωση της φλεγμονής.
Ο αυξανόμενος ρυθμός λήψης βιταμίνης D χωρίς ιατρική συνταγή, π.χ. από το Ιντερνετ, και χωρίς ένδειξη ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των περιπτώσεων υπερβιταμίνωσης D. Είναι αποδεκτό ότι οι συγκεντρώσεις βιταμίνης D μέχρι 80 ng/ml είναι ασφαλείς για παιδιά και ενήλικες. Σε συγκεντρώσεις υψηλότερες 100 ng/ml παρατηρείται τοξική δράση. Αυτό συμβαίνει όταν η καθημερινή λήψη βιταμίνης D είναι μεγαλύτερη από 10.000 IU/ημέρα. 
Η υπερβιταμίνωση D είναι εξαιρετικά σπάνια λόγω λήψης τροφής ή έκθεσης στον ήλιο.
Η αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης συχνά προκαλείται από την υπερβολική κατανάλωση φαρμάκων και συμπληρωμάτων (π.χ. συμπληρώματα ασβεστίου με βιταμίνη D). Ενίοτε νοσήματα (π.χ. καρκινώματα, νόσος παραθυρεοειδών αδένων) αποτελούν την αιτία της έλλειψης.

Η αυξημένη βιταμίνη D μπορεί να προκαλέσει: δυσκοιλιότητα,

- μειωμένη όρεξη, 
- αφυδάτωση, 
- κούραση, 
- ευερεθιστότητα, 
- μυϊκή αδυναμία, 
- εμετό. 

Η σωστή ιατρική εξέταση είναι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση. 

Δεδομένου ότι η βιταμίνη D διευκολύνει την απορρόφηση του ασβεστίου και βοηθά στη διατήρηση των φυσιολογικών επιπέδων του ασβεστίου και του φωσφόρου στο αίμα, μια υπερβολική δόση αυτής της βιταμίνης είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε ασβεστοποίηση των μαλακών ιστών και σε δημιουργία πέτρας στους νεφρούς. Εκτός από το σχηματισμό πέτρας στους νεφρούς, η υπερβολική δόση βιταμίνης D μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υπερβολική παραγωγή ούρων. Λαμβάνοντας υψηλές δόσεις της εν λόγω βιταμίνης, μπορεί να οδηγήσει σε νυκτουρία, η οποία είναι μία παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανάγκη να σηκώνεστε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας για να ουρήσετε. 

Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα (γνωστά και ως υπερασβεστιαιμία) είναι μία από τις πιο κοινές παρενέργειες της υπερβολικής συσσώρευσης Βιταμίνης D. Όσοι υποφέρουν από υπερασβεστιαιμία έχουν συνήθως συμπτώματα όπως υπερβολική δίψα, ναυτία, μυϊκή αδυναμία, μυϊκές κράμπες, κοιλιακό πόνο, σύγχυση ή λήθαργο. Η υπερδοσολογία θα μπορούσε επίσης να σας κάνει επιρρεπείς σε καρδιακές παθήσεις ή σε υψηλή αρτηριακή πίεση. Απώλεια της όρεξης, ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα, πόνος στα οστά, αϋπνία ή συχνή ούρηση είναι μερικά από τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν λόγω της υπερβολικής δόσης.

Πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο είναι το εξής: όσοι παίρνουν συμπληρώματα βιταμίνης D πρέπει να τηρούν την προβλεπόμενη δόση. Το καλύτερο δυνατό για να μπορέσει το σώμα σας να ανταποκριθεί στις ανάγκες για Βιταμίνη D είναι να αφιερώσετε λίγο από το χρόνο σας σε εξωτερικούς χώρους, απολαμβάνοντας τον ήλιο.

Καλό είναι να μετρώνται τα επίπεδα της βιταμίνης D, στο αίματος, την 25(OH)D3 και όχι την 1,25 (ΟΗ)D3, όταν παίρνει κάποιος βιταμίνη D και να διατηρεί χειμώνα-καλοκαίρι σταθερά στο αίμα τους επίπεδα 25(ΟΗ)D3 που θα κυμαίνονται από 30 έως 40 ng/mL Τα τοξικά επίπεδα της βιταμίνης D είναι πάνω από 88 ng/mL και μπορεί να δώσουν συμπτώματα όπως ναυτία, έμετο, κεφαλαλγία, υπνηλία και αδυναμία. Πολύ υψηλά επίπεδα βιταμίνης D προκαλούν Υπερασβεστιαιμία και Υπερασβεστιουρία.

Αν και η βιβλιογραφία είναι γεμάτη άρθρα που αφορούν την λήψη της βιταμίνης D από τις τροφές, εάν υπολογίσει κανείς τις ποσότητες που χρειάζονται για να φτάσει κανείς στα συνιστώμενα ημερήσια επίπεδα, καταλαβαίνει ότι η προσπάθεια αναπλήρωσης της βιταμίνης D με τις τροφές είναι «όνειρο απατηλό» και πολλές φορές ανόητο. 
Παρόλα αυτά μερικές τροφές περιέχουν αρκετή βιταμίνη D έτσι ώστε μαζί με τον ήλιο να αναπληρώνουν κάποιες από τις ανάγκες των φυσιολογικών ανθρώπων, όπως τα παχιά ψάρια, το συκώτι του μοσχαριού, ο κρόκος των αυγών και άλλα. Πιο αποδοτικά είναι τα ειδικά ενισχυμένα τρόφιμα όπως γάλα, βούτυρο κλπ. τα οποία έχουν υποστεί ειδική επεξεργασία και περιέχουν αρκετή ποσότητα βιταμίνης D και χρησιμοποιούνται συστηματικά στις Βόρειες χώρες όπου ο ήλιος είναι σπάνιος. 

Στην αγορά κυκλοφορούν άφθονες συσκευασίες της βιταμίνης D σε διάφορες δόσεις. Προσοχή στο λάδι του βακαλάου διότι σε υπερβολική ποσότητα μπορεί να προκαλέσει τοξικότητα ως προς την βιταμίνη Α. 

Από τις 2 μορφές της βιταμίνης D η D3 (colecalciferol) είναι πιο δραστική από την D2 (ergocalciferol) και πρέπει να προτιμάται. Επειδή η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή καλόν είναι να λαμβάνεται μετά από ένα ελαφρά λιπώδες γεύμα ή snack. Μια μελέτη επιμένει ότι 100 IU την ημέρα βιταμίνης D3 ανεβάζουν το επίπεδο της 25(ΟΗ)D3 στο αίμα κατά 1 ng/mL σε 2-3 μήνες (Moyad MA.. www.medscape.com. Accessed August 4, 2010). Από την στιγμή που κατορθώσουμε να επιτύχουμε φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα τότε η διατήρησή τους επιτυγχάνεται με χορήγηση 800-1000 IU την ημέρα. Τοξικά επίπεδα χορήγησης είναι πάνω από 2000 IU την ημέρα .
Την δοσολογία της βιταμίνης D μπορεί να επηρεάσουν διάφορα φάρμακα. Τα κορτικοστεροειδή μειώνουν την απορρόφηση του ασβεστίου και επηρεάζουν έμμεσα τον μεταβολισμό της βιταμίνης D. Φάρμακα όπως η χολεστυραμίνη ή το orlistat, που αναστέλλουν την απορρόφηση των λιπών από το έντερο, για λόγους δίαιτας, επηρεάζουν και την απορρόφηση της βιταμίνης D και πρέπει να λαμβάνονται με διαφορά τουλάχιστον 4 ώρες από την βιταμίνη D. Η Φαινοβαρβιτάλη και η Φαινυντοϊνη, αυξάνουν τον μεταβολισμό της βιταμίνης D στο ήπαρ σε αδρανείς ουσίες και μειώνουν την απορρόφηση Ασβεστίου. Οι φαρμακοποιοί ακόμη πρέπει να γνωρίζουν ότι η παραμονή για πολύ καιρό της βιταμίνης D στο ράφι, μειώνει την δραστικότητά της και να μην χορηγούν συσκευασίες κοντά στην ημερομηνία λήξης.
Τιμές Αναφοράς 
25 - Υδροξυ Βιταμίνη D 
o Σοβαρή Έλλειψη: < 10.0 ng/ml 
o Μέτρια Έλλειψη: 10.0 – 24.9 ng/ml 
o Βέλτιστο: 25.0 – 80.0 ng/ml 
o Υπερβιταμίνωση: > 80.0 ng/ml 

1,25 - Διυδροξυ Βιταμίνη D 
o Άνδρες: 18.0 – 64.0 pg/ml 
o Γυναίκες: 18.0 – 78.0 pg/ml
o Παιδιά: 24.0 – 86.0 pg/ml 

25-υδροξυβιταμίνηD Η 25-υδροξυβιταμίνη D χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί πιθανή αδυναμία των οστών, οστική δυσμορφία, ή μη φυσιολογικός μεταβολισμός του ασβεστίου (που αντικατοπτρίζεται από μη φυσιολογικό ασβέστιο, φώσφορο, παραθυρεοειδή ορμόνη) ως αποτέλεσμα έλλειψης ή περίσσειας βιταμίνης D. Μελέτες δείχνουν πως το 50% των ηλικιωμένων και των γυναικών που θεραπεύεται για οστεοπόρωση ίσως παρουσιάζει έλλειψη βιταμίνης D. Η εξέταση 25-υδροξυβιταμίνης D ζητείται πριν το άτομο ξεκινήσει την θεραπευτική αγωγή για την οστεοπόρωση. Μερικές θεραπείες για την οστεοπόρωση περιλαμβάνουν και τη λήψη συγκεκριμένης δόσης βιταμίνης D. Αφού η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή και απορροφάται από το έντερο ως λίπος, χρησιμοποιείται μερικές φορές για την παρακολούθηση ατόμων με νόσους που παρεμβαίνουν στην απορρόφηση του λίπους, όπως είναι η κυστική ίνωση και η νόσος του Crohn, και σε ασθενείς που έχουν κάνει εγχείρηση γαστρικού bypass και ενδέχεται να μην μπορούν να απορροφήσουν επαρκή ποσοστά αυτής.
1,25-διυδροξυβιταμίνηD Αν τα επίπεδα ασβεστίου είναι υψηλότερα από τα φυσιολογικά ή ο ασθενής πάσχει από νόσο που προκαλεί την παραγωγή περίσσειας βιταμίνης D, όπως η σαρκοΐδωση ή κάποιες μορφές λεμφώματος, τότε ζητείται η εξέταση της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D. Σπάνια, αυτή η εξέταση μπορεί να ζητηθεί αν υπάρχει υποψία ανωμαλιών της α1-υδροξυλάσης. 

Πηγή Τhe Nutrition Source. Ask the expert: vitamin D and chronic disease. www.hsph.harvard.edu/nutritionsource. Accessed August 4, 2010



Το είδαμε: εδώ

Share
Loading