Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Βλαστοκύτταρα: Μπορούν να αναστρέψουν το γήρας;

Print Friendly and PDF Print Print Friendly and PDF PDF



Την ασφάλεια και την πιθανή αποτελεσματικότητα της ενδοφλέβιας χορήγησης βλαστοκυττάρων στη θεραπεία της γεροντικής απώλειας της μυϊκής μάζας απέδειξαν δύο πρόσφατες μελέτες. Σύμφωνα με τους ειδικούς, στο άμεσο μέλλον αναμένονται τα αποτελέσματα μεγαλύτερων κλινικών δοκιμών, οι οποίες θα επιβεβαιώσουν τη χρησιμότητα των θεραπευτικών αυτών παρεμβάσεων στην επιβράδυνση της απώλειας της μυϊκής μάζας, που αποτελεί το τελικό γεγονός στην πορεία προς τη γήρανση.
«Η ικανότητα ενός ηλικιωμένου να καθίσει και να σηκωθεί από το έδαφος θεωρείται σήμερα ένας από τους πλέον ικανούς δείκτες του προσδόκιμου επιβίωσης. Η ικανότητα αυτή εξαρτάται από τον βαθμό της απώλειας της μυϊκής μάζας ή γεροντικής καχεξίας που αναπόφευκτα συνοδεύει το γήρας.  Πίσω από την απώλεια της μυϊκής μάζας κρύβονται διάφοροι βιολογικοί μηχανισμοί, όπως αυξημένο οξειδωτικό στρες, χρόνια φλεγμονή, αποδιοργάνωση του ανοσοποιητικού συστήματος και αστάθεια του γενετικού υλικού. Καμία από τις θεραπείες που προτάθηκαν μέχρι σήμερα για τη γεροντική καχεξία, δηλαδή η άσκηση, η χορήγηση βιταμινών, η ορμονική υποκατάσταση και οι ειδικές πλούσιες σε πρωτεΐνη δίαιτες,  δεν είχε σοβαρό αποτέλεσμα», μας εξηγεί ο καθηγητής βιοχημείας στο Τμήμα Ιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Γεώργιος Κολιάκος και προσθέτει: «Δεδομένου ότι η γεροντική καχεξία σχετίζεται με την ελάττωση του αριθμού των βλαστοκυττάρων στον οργανισμό, η έρευνα για την επίδραση που θα είχε η χορήγησή τουςαποτελεί ιδανικό στόχο».
Κύρια αιτία της μυϊκής απώλειας είναι η ανεπαρκής ανανέωση των κυττάρων του μυϊκού ιστού. Έτσι οι μύες καταστρέφονται με ταχύτερο  ρυθμό από ότι αναγεννιούνται, η μάζα τους μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου και αντικαθίσταται με λίπος.
Το αίμα των νεογνών, όπως αυτό που συλλέγεται κατά τη στιγμή της γέννησης από τον ομφάλιο  λώρο, περιέχει έναν πληθυσμό πολυδύναμων βλαστοκυττάρων, τα οποία -μεταξύ των άλλων- συμμετέχουν στη μυογένεση και τη μυϊκή αναγέννηση. Τα  κύτταρα αυτά έχουν πολλές ομοιότητες με τα αιμοποιητικά βλαστοκύτταρα και στο παρελθόν  συγχέονταν, από μία μερίδα επιστημόνων, με τα αμιγώς αιμοποιητικά βλαστοκύτταρα. Σήμερα, όμως, έχει αποδειχθεί ότι πρόκειται για διαφορετικά κύτταρα, τα οποία όχι μόνο εξελίσσονται σε αιμοποιητικά βλαστοκύτταρα, αλλά και σε κύτταρα των σκελετικών μυών.
Από την άλλη πλευρά ακόμη και κύτταρα που θεωρούνταν μέχρι σήμερα αμιγώς αρχέγονα αιμοποιητικά, έχουν βρεθεί σε αφθονία σε περιοχές μυϊκής αναγέννησης τόσο σε νεαρά όσο και σε ηλικιωμένα πειραματόζωα. Έχει βρεθεί, επίσης, ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της ηλικίας και του αριθμού των αρχέγονων αυτών αιμοποιητικών κυττάρων στις περιοχές ανανέωσης των μυών, η οποία σχετίζεται με τη γήρανση των μυών και την απώλεια της μυϊκής μάζας, οπότε και με το  γήρας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχει μια ευθεία σχέση της σχετιζόμενης με την ηλικία απώλειας της μυϊκής μάζας με τον αριθμό τόσο των κλασικών αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων όσο και των βλαστοκυττάρων των μυών, η οποία υποδηλώνει μια σχέση αιτίου-αποτελέσματος.
Είναι, επίσης, γνωστό ότι τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα κατευθύνονται σε περιοχές φλεγμονής ή βλάβης, διαφοροποιούνται σε διάφορους τύπους κυττάρων, εκκρίνουν αυξητικούς παράγοντες και καταστέλλουν τη διαδικασία της φλεγμονής. Αποτελέσματα εκατοντάδων κλινικών δοκιμών έχουν δείξει μέχρι σήμερα την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της χορήγησης μεσεγχυματικών  βλαστοκυττάρων για παθήσεις που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα των ιατρικών ειδικοτήτων και περιλαμβάνουν μεταξύ των άλλων, την οστεοαρθρίτιδα, τραυματισμούς, εγκεφαλικά επεισόδια, αυτοάνοσες νόσους, εμφράγματα του μυοκαρδίου καθώς και τη βαριά ιατρογενή νόσο του μοσχεύματος κατά του ξενιστή, που οφείλεται στη χορήγηση αλλογενούς αιμοποιητικού μοσχεύματος.
Και ενώ η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των θεραπειών με μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα έχει αποδειχθεί, παραμένει να διερευνηθούν οι καλύτερες συνθήκες χορήγησης, για να γίνουν οι θεραπείες αυτές ακόμη πιο αποτελεσματικές.
Τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα μπορεί να συλλεχθούν είτε από τον ίδιο τον ασθενή (αυτόλογα) είτε να προέρχονται από δότη (αλλογενή).  Όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής τα αυτόλογα βλαστοκύτταρα κατά κανόνα προτιμώνται, επειδή αποφεύγεται ο κίνδυνος μετάδοσης νόσων και τυχόν απόρριψης των διαφοροποιημένων κυττάρων. Έχει, επίσης, παρατηρηθεί ότι τα βλαστοκύτταρα που προέρχονται από νεαρούς δότες είναι πιο αποτελεσματικά στις θεραπείες από αυτά που προέρχονται από ηλικιωμένους. Αυτό οφείλεται σε μεταβολές των βλαστοκυττάρων με την πάροδο της ηλικίας που επηρεάζουν την ικανότητά τους να πολλαπλασιάζονται και να διαφοροποιούνται.
«Έτσι, επικρατεί διεθνώς η άποψη ότι τα βλαστοκύτταρα είναι πολύ πιθανόν να γίνουν στο μέλλον φορείς ανανέωσης των γερασμένων ιστών του οργανισμού και παράγοντες επιμήκυνσης του υγιούς και παραγωγικού τμήματος της ανθρώπινης ζωής. Σχετικά πειραματικά αποτελέσματα έχουν δείξει ότι τόσο τα αρχέγονα αιμοποιητικού τύπου, όσο και τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα που προέρχονται από νεαρά πειραματόζωα, όταν χορηγηθούν σε αντίστοιχα γερασμένα πειραματόζωα, είναι ικανά να αντιστρέψουν τα φαινόμενα του γήρατος, να αυξήσουν τη διάρκεια της ζωής, να βελτιώσουν τη λειτουργία της καρδιάς, καθώς και να επαναφέρουν την ικανότητα απόκτησης απογόνων. Μια εναλλακτική προσέγγιση θα μπορούσε ίσως να είναι η «νεαροποίηση» των ενδογενών βλαστοκυττάρων με παρέμβαση στο γενετικό υλικό τους, όπως επιτεύχθηκε πρόσφατα σε πειραματικό μοντέλο προγηρίας. 
Το σαφές μειονέκτημα των θεραπειών που εφαρμόζονται σήμερα στους ηλικιωμένους είναι ότι δεν είναι δυνατόν να τους χορηγηθούν και αυτόλογα και νεαρά βλαστοκύτταρα, αφού όταν αυτοί γεννήθηκαν η αξία φύλαξης βλαστοκυττάρων δεν ήταν ακόμη γνωστή. Από την άλλη πλευρά, μια σειρά από μελέτες έχουν δείξει ότι η αναγεννητική ικανότητα των βλαστοκυττάρων δεν σχετίζεται με τον χρόνο φύλαξης τους στο υγρό άζωτο. Έτσι, οι μελέτες με νεαρά και αυτόλογα βλαστοκύτταρα σε ηλικιωμένους ανθρώπους θα αργήσουν να γίνουν και θα αφορούν μόνο την  μερίδα του πληθυσμού που έτυχε να έχει προνοητικούς και καλά ενημερωμένους γονείς», καταλήγει ο καθηγητής Γεώργιος Κολιάκος.



Το είδαμε: εδώ

Share
Loading