Από την Αντίπαρο της «Μανταλένας» μέχρι τη Μακρόνησο του «Χάππυ Νταίη» και από τη Μύκονο της «Παριζιάνας» μέχρι τις «Διακοπές στην Αίγινα», το Flix πιάνει λιμάνι στα νησιά του ελληνικού σινεμά
Πόλος έλξης τουριστών, αλλά και ξένων παραγωγών που τα έκαναν διεθνώς διάσημα, τα ελληνικά νησιά συνεχίζουν απρόσκοπτα να αποτελούν έμπνευση για το ελληνικό σινεμά: είτε ως προορισμοί διακοπών, είτε ως σύμβολα μιας χώρας που ήξερε από νωρίς τα μυστικά της θάλασσας.
Η Αντίπαρος στη «Μανταλένα» του Ντίνου Δημόπουλου
Στο φόντο του κλασικού «Αλλος με τη βάρκα μας» μέσα από μια μπουρού, η Αντίπαρος είναι κάτι περισσότερο από τον τόπο στον οποίο διαδραματίζεται μια από τις καλύτερες και διεθνείς ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου και της Αλίκης Βουγιουκλάκη - ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για ένα ελληνικό σινεμά που στην αυγή της δεκαετίας του '60 αφορούσε με ελάχιστες εξαιρέσεις μόνο το ελληνικό κοινό, μακριά από την έκρηξη του πραγματικά μοντέρνου σινεμά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η Χίος στο «Δέντρο που Πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώδη
Η Χίος της παιδικής ηλικίας του Δήμου Αβδελιώδη δεν υπάρχει πια. Σχεδον δεν υπήρχε και το 1987, την εποχή, δηλαδή, που γύριζε την πρώτη του ταινία, ένα από τα πιο τρυφερά φιλμ ενηλικίωσης του ελληνικού σινεμά και μαζί ένα ερωτικό γράμμα σε ένα τόπο φτιαγμένο από εκείνο το είδος της νοσταλγίας που δεν εξαντλείται σε εικόνες που έχουν χαθεί, αλλά που αποτελείται από την ενεργοποίηση σχεδόν όλων των αισθήσεων που ανακαλούν την οσμή, τη γεύση, την αφή και την ακοή της παιδικής ηλικίας.
Η Υδρα στο «Κορίτσι με τα Μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη
Η Υδρα του Μιχάλη Κακογιάννη είναι ασπρόμαυρη, μελαγχολική, φτιαγμένη από ανομολόγητα μυστικά και μικρές ανθρώπινες ιστορίες, ένα «κορίτσι με τα μαύρα» από μόνη της, πανέμορφο, αγέρωχο, βαθιά πληγωμένο, παγιδευμένο μέσα σε ένα χωροχρόνο που ορίζεται από το ελληνικό φως για να «φωτίσει» τις σκιές μέσα από τις οποίες αναδύεται κάθε φορά πιο τραυματισμένη η επιθυμία για φυγή
Η Νίσυρος στη «Νοσταλγό» της Ελένης Αλεξανδράκη
Η «αυθαιρεσία» της Ελένης Αλεξανδράκη να μεταφέρει στη Νίσυρο ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που στο χαρτί διαδραματίζεται στη Σκιάθο πηγάζει από κάτι περισσότερο από οποιαδήποτε «κινηματογραφική ποιητική αδεία». Σε μια μείξη της ντοπιολαλιάς και της διαλέκτου του Παπαδιαμάντη, η Νίσυρος δεν είναι πλέον ένα νησί της λογοτεχνίας και του σινεμά, αλλά ένα σημείο όπου συναντιούνται όλοι οι μύθοι και η πραγματικότητα μιας Ελλάδας που κάνει κουπί με τα χέρια στη λεπτή γραμμή και το απέραντο πέλαγος που χωρίζουν το παρελθόν με το μέλλον.
Το 1966, στο απόγειο του εμπορικού ελληνικού σινεμά του Φίνου αλλά και μέσα στην πολιτική αστάθεια, ένα χρόνο πριν τον πραξικόπημα, ο Ντίνος Δημόπουλος, σε σενάριο των Γιαλαμά και Πρετεντέρη, τοποθετεί τη γραφικότητα της προεκλογικής εκστρατείας στο κοσμοπολίτικο νησί των Σπετσών, όπου από έναν λευκό γάμο πολιτικών συμφερόντων γεννιέται ένας έρωτας. Οι Σπέτσες του «Τζένη Τζένη» συνδυάζουν το απόλυτο, λαμπερό, ρομαντικό ελληνικό καλοκαίρι με την ψυχοσύνθεση ενός λαού που δεινοπαθεί. Τα προβλήματα, πενήντα χρόνια πριν, τραγελαφικά ίδια: τα ρουσφέτια, τα λεφτά που δε φτάνουν για την εφορία, οι μετανάστες, τα προϊόντα που πετιούνται χωρίς να πουληθούν και οι συντάξεις. Μάς θυμίζει κάτι; Μήπως το «Τους είπες, να τους ξεπείς. Εδώ θα φανεί αν είσαι καλός πολιτικός!», ή το «Δε θέλω να σας επηρεάσω, για τ’ όνομα του Θεού, αλλά έτσι και ψηφίσει κανείς τον Γκόρτσο, θα του ανοίξω το κεφάλι με τη μαγκούρα»;
Η Ανδρος στα «Κορίτσια στον Ηλιο» του Βασίλη Γεωργιάδη
Αν έλειπε η σκηνοθετική εμπειρία του Βασίλη Γεωργιάδη, το «Κορίτσια στον Ηλιο» θα ήταν απλά ένα τουριστικό ρομάντζο με φόντο τη γήινη Άνδρο των 60s και highlight το «στάσου, μύγδαλα» που άθελά του έγραψε τη δική του καλτ διαδρομή στην ελληνική ποπ κουλτούρα. Οχι ότι ο σε άλλες περιπτώσεις πιο auteur Γεωργιάδης δεν παρασύρεται από την φωτογένεια της Αν Λόμπεργκ και τον βουκολικό ανδρισμό του Γιάννη Βόγλη εν μέσω αθώων περιπτύξεων στις παραλίες και στα χωράφια ενός εξίσου πανέμορφου νησιού (παρακινούμενος και από τη φιλοδοξία του παραγωγού Κλέαρχου Κονιτσιώτη να υπερβεί την κυριαρχία του Φίνου), αλλά ακριβώς με αυτά στα χέρια του, καταφέρνει ακόμη και μέσα στην αφέλεια ενός αρχετυπικού «boy meets girls» (και μιας πρώιμη εκδοχή του greek kamaki), να προσδώσει μια ναίφ μελαγχολία στο ατέλειωτο ελληνικό καλοκαίρι.
Τα Χανιά στην «Ελεύθερη Κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου
Τα Χανιά στην «Ελεύθερη Κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου αναπνέουν με τα ίδια λιγοστά αποθέματα οξυγόνου έξω και μέσα στη θάλασσα. Μια πόλη πιο μελαγχολική από τη θέα της αυγής στο απέραντο γαλάζιο και μάλλον βυθισμένη σε ένα παρελθόν από το οποίο δεν προσπάθησε να ξεφύγει ποτέ, αγχομαχά κι αυτή πάνω στα συντρίμμια μιας ερωτικής ιστορίας που όλοι θα ήθελαν να μείνει για πάντα ως άλλο «ναυάγιο» στο βυθό της θάλασσας. Και να μην ανασυρθεί ποτέ και για κανένα λόγο.
Ο Πόρος στο «Τύφλα να 'χει ο Μάρλον Μπράντο» του Ορέστη Λάσκου
Σε στιλ κωμωδίας καταστάσεων προς το υπερβάλλον γκαγκ attack, μπορεί ο Θανάσης Βέγγος να τρέχει - εδώ ακόμη όχι με τελειοποιημένη την αξεπέραστη μανιέρα του - και το ριγέ μαγιό του να κλέβει την παράσταση, αλλά ο Πόρος τον ακολουθεί κατά πόδας ως το απόλυτα ερωτικό νησί, ιδανικό για κάθε είδος διακοπών: μοναχικά στις βραχώδεις παραλίες του, πολύβουα στο κεντρικό λιμάνι της χώρας, μέσα, έξω και γύρω από το θρυλικό ξενοδοχείο «Χρυσή Αυγή» που (ευτυχώς) θα έχανε μετά το 2002 - για ευνόητους λόγους - το πρωτότυπο ονομά του για να μετονομαστεί σε Golden View.
Η Κέρκυρα στο «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» του Αλέκου Σακελλάριου
Κέρκυρα, Κέρκυρα, με το Ποντικονήσι... Μπορεί ο ίδιος ο Αλέκος Σακελλάριος να έγραψε τα λόγια αυτού του τραγουδιού που έμελλε να γίνει κλασικό στην ελληνική «τουριστική φολκ», ήταν όμως άλλοι, βέροι Κερκυραίοι συνεργάτες του στην ταινία, φυσικά η Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά και ο Γιώργος Κατσαρός, που τον συμβούλευσαν για τα αντιπροσωπευτικά, τα πανέμορφα σημεία και στοιχεία τους νησιού τους που έπρεπε να χωρέσουν στους στίχους για να διαφημίσουν τον τόπο τους.
Η Σαλαμίνα στους «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού
Εκεί, στο κέντρο του στρόβιλου μιας καθοριστικής αλλαγής, στο πέρασμα από το συντηρητισμό των 80s στο hardcore μηδενισμό των 90s, στην απαρχή μιας πτώσης που σήμερα μετράμε τα συντρίμμια της σε ακόμη περισσότερες «απούσες» ζωές στέκεται η Σαλαμίνα, η γεννέτειρα του Ευριπίδη, το ζωντανό θέρετρο με τα λιγότερα ναυτικά μίλια από την πρωτεύουσα. Ενα νησί από τη φύση του αρχαίο και μεταμοντέρνο μαζί, μια μελαγχολική πλωτή ιστορία, ξεχασμένη από το χρόνο και τους ανθρώπους της. Μια Σαλαμίνα που αντίθετα με τους ήρωές της, κρατάει καλά φυλαγμένα τα νιάτα και τα ονειρά τους, έτοιμη να τους τα προσφέρει ξανά στη μορφή ενός ηχηρού χειροκροτήματος για μια νίκη ή μιας κοσμικής απογοήτευσης για μια θεαματική ήττα.
Η Ρόδος στο «Δόλωμα» του Αλέκου Σακελλάριου
Οπου «Ρόδος» βρίσκεται φυσικά η Ρόδος που στεγάζει τα κοσμοπολίτικα 60s φέρνοντας στους θεατές των αστικών λαϊκών γειτονιών τον αέρα των πιο αξιοζήλευτων διακοπών σε αποχρώσεις ερασιτεχενικού technicolor. H Ρόδος των μεγάλων ξενοδοχείων, του ετερόκλητου εσωτερικού τουρισμού, των φοινικόδεντρων, της Καλλιθέας που περίμενε πάντα για το κοντινό της που ήρθε με ένα από τα πιο όμορφα φινάλε της εποχής του Φίνου.
Η συνέχεια του άρθρου εδώ:news247.gr
Το είδαμε: εδώ