από την Κλεοπάτρα Ζουμπουρλή, μοριακή βιολόγος, medlabnews.gr
Η ομοκυστεΐνη είναι ένα αμινοξύ του οποίου η αυξημένη συγκέντρωση στο αίμα έχει σχετιστεί στο παρελθόν με βλάβη στα αγγεία και στα νευρικά κύτταρα.
Αυτή η κατάσταση είναι γνωστή ως υπερομοκυστεϊναιμία.
Άνθρωποι με υπερομοκυστεϊναιμία μπορεί να εμφανίσουν θρόμβους αίματος στις είτε στις φλέβες τους (Π.χ. εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και πνευμονική εμβολή) είτε στις αρτηρίες (Π.χ. εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιακή ανεπάρκεια).
Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει αυξημένο κίνδυνο θρόμβωσης του αίματος, και μπορεί επίσης οι γυναίκες αυτές να έχουν υψηλότερο κίνδυνο αποβολής και άλλες επιπλοκές της εγκυμοσύνης.
Εκτός από τα ως άνω η υπερομοκυστεϊναιμία μπορεί να αυξήσει επίσης τον κίνδυνο γενετικών ανωμαλιών, άνοια (π.χ., ασθένεια Alzheimer) και τα κατάγματα των οστών.
Κοινές αιτίες της υπερομοκυστεϊναιμίας περιλαμβάνουν την νεφρική νόσο,την έλλειψη των βιταμινών Β (όπως το φυλλικό οξύ, η βιταμίνη Β12 και η βιταμίνη Β6) στην διατροφή, υποθυρεοειδισμός, αλκοολισμός, και ορισμένα φάρμακα.
Μελέτες έχουν δείξει ότι υψηλά επίπεδα ομοκυστεΐνης σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση νόσου Αλτσάιμερ (ΝΑ). Η σχέση μεταξύ κινδύνου για ΝΑ και επιπέδων ομοκυστεΐνης είναι ιδιαίτερα σημαντική και για το λόγο ότι τα επίπεδα της στο αίμα μπορούν να ελαττωθούν με αυξημένη πρόσληψη φυλλικού οξεός και βιταμινών Β6 και Β12. Υπάρχουν μελέτες σε εξέλιξη που ελέγχουν αν η ελάττωση αυτή θα επιφέρει τελικά ελάττωση του ρυθμού γνωστικής επιδείνωσης σε ασθενείς με ΝΑ ή αν μπορεί να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εμφάνιση της νόσου.
Το είδαμε: εδώ