Τα μεσάνυχτα της 23ης Απριλίου του 1964 στην αστυνομία σήμανε συναγερμός, όταν στη διασταύρωση των οδών Β. Γεωργίου και Πρατίνου, στο Παγκράτι, βρέθηκε νεκρή μια γυναίκα. Περαστικοί είδαν την αιμόφυρτη τη νεαρή γυναίκα στη μέση του δρόμου και ειδοποίησαν την αστυνομία.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν παρά μόνο ένας περαστικός, ο οποίος περιέγραψε πως, νωρίτερα, μέσα στο σκοτάδι είχε δει μια γυναίκα να καυγαδίζει με ένα άνδρα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να πει κάτι πιο συγκεκριμένο. Στον τόπο του εγκλήματος δεν εντοπίστηκαν σημαντικά στοιχεία πέρα από το αίμα της αδικοχαμένης γυναίκας. Έτσι οι αστυνομικοί άρχισαν να ξετυλίγουν το κουβάρι των ερευνών τους με αφετηρία το όνομα του θύματος, καθώς μέσα στην τσάντα της βρέθηκε η ταυτότητα της. Το όνομα της γυναίκας ήταν Μαρία Μπαβέα και οι αρχές άρχισαν τις έρευνες τους από τα πρόσωπα του περιβάλλοντος της.
Συγγενείς, φίλοι, οι συνάδελφοι της στο κατάστημα όπου εργαζόταν, πρώην συμμαθητές της, ο αρραβωνιαστικός της Λάζαρος Μαυρίδης και η μητέρα του όλοι πέρασαν από τα γραφεία της αστυνομίας. Άλλωστε, όπως διαπιστώθηκε το έγκλημα έγινε μόλις 100 μέτρα από το σπίτι του αρραβωνιαστικού της από το οποίο έφυγε λίγα λεπτά πριν δεχθεί την επίθεση. Ύποπτοι θεωρήθηκαν ακόμη Κορσικανοί ναύτες, ένας χασάπης κι ένας κουρέας. Από τις έρευνες, όμως, έγινε σαφές πως το έγκλημα δεν οφειλόταν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών ενώ απορρίφθηκε και το σενάριο η Μπαβέα να διατηρούσε παράνομο δεσμό. Όλοι είπαν πως λάτρευε τον αρραβωνιαστικό της.
Έτσι, η αστυνομία επικεντρώθηκε στο ενδεχόμενο, δράστης της δολοφονίας να είναι κάποιο διαταραγμένο άτομο το οποίο «χτύπησε» τυχαία την άτυχη γυναίκα, στη μέση του δρόμου. Αν και οι έρευνες συνεχίζονταν εντατικά και οι φήμες οργίαζαν οι αστυνομικοί είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. Τα στοιχεία που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν ήταν ελάχιστα και δεν οδηγούσαν πουθενά.
Ο νεαρός δεν άργησε να ομολογήσει πως σκότωσε την νεαρή γυναίκα. «Εγώ τη σκότωσα αυτή την Μπαβέα», είπε στους αστυνομικούς. Την μαχαίρωσε πισώπλατα χωρίς να της πει ούτε μια λέξη και στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του, όπου έφαγε και κοιμήθηκε. Εκείνο το βράδυ, όπως είπε στους αστυνομικούς, ξεκίνησε την περιπλάνηση του από το Σύνταγμα και έχοντας καλά κρυμμένο στην τσέπη του το μαχαίρι ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει. Πέρασε, για λίγο, από το σπίτι του πατέρα του και κατέληξε στο Παγκράτι, όπου είδε την νεαρή γυναίκα.
«Νομίζω ότι μου χαμογέλασε», είπε στους αστυνομικούς και έτσι την ακολούθησε. Τρεις φορές προσπάθησε να της επιτεθεί, κρατώντας το μαχαίρι στο αριστερό του χέρι, αλλά είχε κόσμο στα μπαλκόνια και σταμάτησε. Λίγα λεπτά αργότερα, σε ένα σκοτεινό στενό την πλησίασε και τη μαχαίρωσε στην πλάτη. Όπως ισχυρίστηκε, «κατελήφθη από μανία». Συνήλθε από τα ουρλιαχτά της κοπέλας και έφυγε τρέχοντας.
Όπως εξήγησε, μισούσε τις γυναίκες γιατί τον απέρριπταν. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως στα 16 του χρόνια τον εγκατέλειψε το κορίτσι που αγαπούσε, εξ αιτίας της σεξουαλικής ανικανότητας που του είχε προκαλέσει μία εγχείρηση στην οποία είχε υποβληθεί όταν ήταν 13 ετών, επειδή έπασχε από υποσπαδία.
Μισούσε τη μητέρα του γιατί τον γέννησε άσχημο, αφού θεωρούσε πως ήταν χειρότερος από τον Κουασιμόδο και όλοι τον αποστρέφονταν γι’ αυτό. Μισούσε τη θεία του, γιατί τον κατέδωσε στην αστυνομία αλλά και γιατί δεν του έδινε τα χρήματα που χρειαζόταν, ώστε να κάνει πλαστική εγχείρηση για να μοιάσει στον Δον Ζουάν.
Είχε τρεις φίλους, τους οποίους περιέγραψε η θεία τους ως: «ένας κουτσός, ένας νάνος και ένας ψυχικά ανώμαλος» και εμφανιζόταν να είχε προτείνει σε έναν από αυτούς τη διάπραξη εγκλημάτων κατά γυναικών.
Οι γονείς του 19χρονου είχαν χωρίσει όταν εκείνος ήταν μωρό και η μητέρα του κλείστηκε σε ψυχιατρείο. Έτσι, ο Ζάγκας μεγάλωσε με τη θεία του και τη γιαγιά του. Εγκατέλειψε το σχολείο στα πρώτα χρόνια του γυμνασίου. καθώς όπως έλεγε, οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν γιατί δεν έλεγε το «ρ». Ήταν φανατικός θαυμαστής του Τζακ του Αντεροβγάλτη και του Ρωμαίου αυτοκράτορα, Καλιγούλα και περνούσε ατελείωτες ώρες στις κινηματογραφικές αίθουσες παρακολουθώντας ταινίες με εγκλήματα. Όποτε έβλεπε κηδεία στο δρόμο, ακολουθούσε την πομπή και περίμενε να δει την ταφή του νεκρού.
Έβγαινε από το σπίτι του μόνο τα βράδια και πολλές φορές κοιμόταν σε νεκροταφεία και έβαφε τα δόντια του κόκκινα, για να μοιάζει με το είδωλο του, τον Δράκουλα. Όταν ήταν 16 ετών νοσηλεύτηκε για πέντε μήνες σε ψυχιατρική κλινική, όπου και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ενώ πολλές φορές είχε επιτεθεί σε συγγενικά του πρόσωπα αλλά και σε ζευγαράκια στον Λυκαβηττό χωρίς, ωστόσο, ποτέ να γίνει κάποια επίσημη καταγγελία στις αρχές.
Ο νεαρός ισχυρίστηκε πως αποφάσισε να διαπράττει εγκλήματα σε βάρος γυναικών, όταν διάβασε στην εγκυκλοπαίδεια για την περίπτωση ενός ιππότη στη Βενετία, ο οποίος έπασχε από τη νόσο της υποσπαδίας και διέπραττε φόνους για να ικανοποιείται.
Στόχος του, είπε, ήταν να σκοτώσει όσες πιο πολλές γυναίκες μπορούσε και μετά να σκοτωθεί και ο ίδιος σε συμπλοκή. «Εμίσησε το σύμπαν. Και εγεννήθη μέσα του η δίψα της εκδικήσεων και του αίματος», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.
Η Αγαγιώτου ρώτησε τον ανιψιό της, αν είχε κάποιο πιστόλι κι εκείνος της μίλησε για το μαχαίρι. Του το ζήτησε, το πήρε και αμέσως η ηθοποιός το παρέδωσε σ' ένα φίλο της ανθοπώλη για να το πετάξει. Άλλωστε, ένα χρόνο νωρίτερα είχε πετάξει και ένα άχρηστο περίστροφο.
Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, ο Δημήτρης Ζάγκας αποκάλυψε σε μια άλλη θεία του ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα. Σε εκείνη είχε πάει το ματωμένο του πουκάμισο για να του το πλύνει, αμέσως μετά το έγκλημα. Και όταν η θεία του τον ρώτησε πως βρέθηκαν τόσα αίματα πάνω στο πουκάμισο, εκείνος της απάντησε πως έκοψε το χέρι του. Όταν η ηθοποιός ενημερώθηκε από την ξαδέρφη της, συνδύασε τα γεγονότα και συνέδεσε το μαχαίρι με το έγκλημα. Έτσι, το πήρε πίσω από τον ανθοπώλη φίλο της και το παρέδωσε σ' έναν δικηγόρο, εκφράζοντας υπόνοιες ότι ο ανιψιός της ήταν δολοφόνος. Ο δικηγόρος με τη σειρά του το παρέδωσε στην αστυνομία η οποία και συνέλαβε το νεαρό.
Δημοσιογράφος της εποχής καταγράφει σε ρεπορτάζ του την εικόνα που σχημάτισε βλέποντας για πρώτη φορά τον 19χρονο, κατά την παρουσίαση που έκανε η αστυνομία. Όπως αναφέρει, «ο Ζάγκας δεν είναι καθόλου άσχημος, όπως νομίζει. Ήλθε φορώντας ένα χονδρό χειμωνιάτικο λαδί προς το πράσινο σακάκι και γκρίζο παντελόνι. Αντιθέτως με την ιδεοληψία του, είναι ένας ωραίος έφηβος και εκάθησε με συστολήν (σ.σ. απέναντι από τους δημοσιογράφους). Ζήτησε συγγνώμη που φορούσε δεύτερα ρούχα. Σε μια σύντομη συνέντευξη που παραχώρησε στους δημοσιογράφους ο νεαρός ομολόγησε το έγκλημα του.
Δημοσιογράφος: Εσύ έσφαξες την κοπέλα;
Ζάγκας: Την Μπαβέα. Μάλιστα.
Δημοσιογράφος: Την ήξερες;
Ζάγκας: Όχι δεν την ήξερα, καθόλου. Αλλά την είχα παρακολουθήσει από ώρα πολύ.
Μάλιστα, ενώπιον των δημοσιογράφων ο 19χρονος υπέδειξε και το φονικό όπλο. Όπως περιέγραψε, αφού σκότωσε τη γυναίκα σκούπισε το μαχαίρι με ένα παλιόχαρτο και στη συνέχεια με το μαντήλι του.
«Μετάνιωσα για ότι έκανα. Ήθελα όμως εκείνη τη στιγμή να σκοτώσω μια γυναίκα νέα και ωραία», είπε και αρνήθηκε πως θα το ξαναέκανε, αν και νωρίτερα είχε εξομολογηθεί στους αστυνομικούς, πως σχεδίαζε να δολοφονήσει μια νεαρή κομμώτρια η οποία δεν ανταποκρινόταν στον έρωτα του.
Η Κούλα Αγαγιώτου, από την πλευρά της, απάντησε πως η αδελφή της καταφέρεται σε βάρος της λόγω της σύλληψης του γιου της. Και την δικαιολόγησε λέγοντας: «Είναι σχιζοφρενής. Η πάθησίς της εσημείωσεν έξαρσιν υπό την επήρειαν του θανάτου ενός παιδιού που είχαμε στο γκαράζ, το 1945. Τότε εγεννήθη ο Δημήτρης και ήρχισε αναπτυσσόμενος ανωμάλως».
Η κατάθεση της γνωστής ηθοποιού ήταν επεισοδιακή καθώς δέχτηκε επίθεση από τον ανιψιό της. « Είσαι μια γελοία ηθοποιός», της φώναξε ο νεαρός μέσα στο δικαστήριο: «Όλα τα έκανες για διαφήμιση επειδή δεν ήσουν τίποτα». Απευθυνόμενος δε στους δικαστές, είπε: «Αυτή με έθαψε μέσα στη φυλακή και τώρα κάθεται και κλαίει». Η Κούλα Αγαγιώτου, όμως, δέχτηκε φραστική επίθεση και από τη μητέρα του θύματος, όταν κατέθεσε πως δεν πιστεύει ότι ο ανιψιός της έκανε το έγκλημα.
Όπως είπε, δε θεωρούσε τον κατηγορούμενο ικανό να διαπράξει φόνο, λέγοντας χαρακτηριστικά πως για την αθωότητά του αμφέβαλε μόνο κατά 1%. Μάλιστα, εστίασε και στο γεγονός ότι ο δράστης ήταν αριστερόχειρας, τονίζοντας πως ποτέ δεν είχε δει τον ανιψιό της να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι.
«Το δικό μου παιδί το σκότωσε αυτός που πάτε να δικαιολογήσετε», φώναξε η μητέρα της Μαρίας Μπαβέα με το δικαστήριο να διακόπτει τη συνεδρίαση του και τους αστυνομικούς να παρεμβαίνουν για να λήξει το επεισόδιο.
Η ηθοποιός μίλησε στο δικαστήριο για όσα γνώριζε για την υπόθεση αλλά και για την προσωπικότητα του ανιψιού της, περιγράφοντας τις… περίεργες συνήθειες του. Οι εφημερίδες της εποχής κατέγραψαν τη μαρτυρία της: «Επέστρεφε εις το σπίτι κατακουρασμένος, απογοητευμένος, κατακίτρινος και κάθιδρως. Διαρκώς ευρίσκετο εις τον κινηματογράφον. Η έμμονος ιδέα ότι είναι άσχημος του εδημιούργησε σύμπλεγμα ανθρωποφοβίας και την εντύπωσι ότι οι πάντες τον περιέπαιζαν. Τα μαχαίρια και το τσεκούρι δεν ήτο δυνατόν να τα ηγόρασε από κατάστημα, διότι ουδέποτε εισήρχετο. Δεν γνωρίζω την προέλευσίν των, ούτε - πλήν του πιστολίου και του μαχαιριού- είδα ποτέ τα άλλα σύνεργα. Ήτο ιδιότροπος. Ηδύνατο επί μίαν εβδομάδα να συντηρήται μόνον με νερό και κατόπιν να τρώγη όσο ποτέ άνθρωπος. Του έκαναν εντύπωσι τα εγκλήματα. Επίσης, υποεδύετο διάφορα ιστορικά πρόσωπα: Τον Τιβέριον, τον Αγ. Δημήτριον, τον Αγ. Γεώργιον και τον Ριχάρδον τον Γ'. Διά τον τελευταίον έλεγεν ότι ήτο άσχημος, όπως αυτός και επί τη θέα του εγαύγιζαν τα σκυλιά, ενώ τον ίδιον περιπαίζουν οι άνθρωποι. Οι ελάχιστοι φίλοι του ήσαν ελαττωματικοί διανοητικώς ή σωματικώς. Κάποτε μου εζήτησε να του αγοράσω ένα περίστροφο διά να το φέρη - έστω και άσφαιρο - και να αισθάνεται "δυνατός". Εντύπωσιν μου έκαμε ότι μίαν ημέραν εδιάβαζα τα του εγκλήματος και μου εζήτησε την εφημερίδα. Εδημοσιεύετο η φωτογραφία της Μπαβέα και το βλέμμα του απερροφήθη, επί μακρόν από αυτήν...».
Κλαίγοντας η γυναίκα αναφέρθηκε στη μεγάλη αδυναμία που είχε στον ανιψιό της. «Γιατί να μη του κάμω όλα τα χατίρια, αφού ήταν άρρωστος και φοβόμουν το τέλος του; Γιατί να μη στερηθώ τα πάντα προς χάριν του;» είπε και κατέθεσε πως αισθανόταν τύψεις, επειδή λόγω της κατάστασής του αναγκάστηκε κάποιες φορές να τον χτυπήσει.
Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας ο Δημήτρης Ζάγκας ομολόγησε τη δολοφονία, περιγράφοντας με λεπτομέρειες πως κινήθηκε το μοιραίο βράδυ σε βάρος της Μαρίας Μπαβέα.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ότι «ο κατηγορούμενος ήταν ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος». Αν και κρίθηκε ένοχος για το φόνο, του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως και αντί να οδηγηθεί στη φυλακή, διατάχθηκε ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρική κλινική.
news
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν παρά μόνο ένας περαστικός, ο οποίος περιέγραψε πως, νωρίτερα, μέσα στο σκοτάδι είχε δει μια γυναίκα να καυγαδίζει με ένα άνδρα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να πει κάτι πιο συγκεκριμένο. Στον τόπο του εγκλήματος δεν εντοπίστηκαν σημαντικά στοιχεία πέρα από το αίμα της αδικοχαμένης γυναίκας. Έτσι οι αστυνομικοί άρχισαν να ξετυλίγουν το κουβάρι των ερευνών τους με αφετηρία το όνομα του θύματος, καθώς μέσα στην τσάντα της βρέθηκε η ταυτότητα της. Το όνομα της γυναίκας ήταν Μαρία Μπαβέα και οι αρχές άρχισαν τις έρευνες τους από τα πρόσωπα του περιβάλλοντος της.
Συγγενείς, φίλοι, οι συνάδελφοι της στο κατάστημα όπου εργαζόταν, πρώην συμμαθητές της, ο αρραβωνιαστικός της Λάζαρος Μαυρίδης και η μητέρα του όλοι πέρασαν από τα γραφεία της αστυνομίας. Άλλωστε, όπως διαπιστώθηκε το έγκλημα έγινε μόλις 100 μέτρα από το σπίτι του αρραβωνιαστικού της από το οποίο έφυγε λίγα λεπτά πριν δεχθεί την επίθεση. Ύποπτοι θεωρήθηκαν ακόμη Κορσικανοί ναύτες, ένας χασάπης κι ένας κουρέας. Από τις έρευνες, όμως, έγινε σαφές πως το έγκλημα δεν οφειλόταν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών ενώ απορρίφθηκε και το σενάριο η Μπαβέα να διατηρούσε παράνομο δεσμό. Όλοι είπαν πως λάτρευε τον αρραβωνιαστικό της.
Έτσι, η αστυνομία επικεντρώθηκε στο ενδεχόμενο, δράστης της δολοφονίας να είναι κάποιο διαταραγμένο άτομο το οποίο «χτύπησε» τυχαία την άτυχη γυναίκα, στη μέση του δρόμου. Αν και οι έρευνες συνεχίζονταν εντατικά και οι φήμες οργίαζαν οι αστυνομικοί είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. Τα στοιχεία που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν ήταν ελάχιστα και δεν οδηγούσαν πουθενά.
Ο Κουασιμόδος, ο Δον Ζουάν, ο ιππότης της Βενετίας και ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης
Στις 13 Μαΐου του 1964, όμως, όλα άλλαξαν. Στα χέρια της αστυνομίας έφτασε ένα μαχαίρι και όπως διαπίστωσε ο ιατροδικαστής έφερε ίχνη ανθρώπινου αίματος. Ένας 19χρονος νεαρός τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση και συνελήφθη τέσσερις ημέρες αργότερα. Ήταν ο Δημήτρης Ζάγκας, ανιψιός της ηθοποιού Κούλας Αγαγιώτου, γνωστής από τη συμμετοχή της στην θρυλική σειρά «Μεθοριακός σταθμός», αλλά και από τον ρόλο της ως κυρία Σοφία στο «Ρετιρέ». Στο δωμάτιο του νεαρού βρέθηκε ένα σακάκι με ίχνη αίματος στο αριστερό μανίκι, ένα παντελόνι στο οποίο, επίσης εντοπίστηκαν λεκέδες από αίμα οι οποίοι είχαν καθαριστεί τοπικά. Στο μικροσκόπιο της αστυνομίας μπήκε ένα μαντήλι που αν και είχε πλυθεί φαινόταν πως έφερε ίχνη από αίμα και οι αστυνομικοί εκτίμησαν πως ο δράστης το χρησιμοποίησε για να καθαρίσει το φονικό όπλο, δηλαδή το μαχαίρι. Επιπλέον, στο δωμάτιο του, όπως ανακοίνωσαν οι αστυνομικοί, βρέθηκε ένα μικρό οπλοστάσιο, ακόμη δύο μαχαίρια, ένα άχρηστο περίστροφο και ένας μπαλτάς.Ο νεαρός δεν άργησε να ομολογήσει πως σκότωσε την νεαρή γυναίκα. «Εγώ τη σκότωσα αυτή την Μπαβέα», είπε στους αστυνομικούς. Την μαχαίρωσε πισώπλατα χωρίς να της πει ούτε μια λέξη και στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του, όπου έφαγε και κοιμήθηκε. Εκείνο το βράδυ, όπως είπε στους αστυνομικούς, ξεκίνησε την περιπλάνηση του από το Σύνταγμα και έχοντας καλά κρυμμένο στην τσέπη του το μαχαίρι ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει. Πέρασε, για λίγο, από το σπίτι του πατέρα του και κατέληξε στο Παγκράτι, όπου είδε την νεαρή γυναίκα.
«Νομίζω ότι μου χαμογέλασε», είπε στους αστυνομικούς και έτσι την ακολούθησε. Τρεις φορές προσπάθησε να της επιτεθεί, κρατώντας το μαχαίρι στο αριστερό του χέρι, αλλά είχε κόσμο στα μπαλκόνια και σταμάτησε. Λίγα λεπτά αργότερα, σε ένα σκοτεινό στενό την πλησίασε και τη μαχαίρωσε στην πλάτη. Όπως ισχυρίστηκε, «κατελήφθη από μανία». Συνήλθε από τα ουρλιαχτά της κοπέλας και έφυγε τρέχοντας.
Όπως εξήγησε, μισούσε τις γυναίκες γιατί τον απέρριπταν. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως στα 16 του χρόνια τον εγκατέλειψε το κορίτσι που αγαπούσε, εξ αιτίας της σεξουαλικής ανικανότητας που του είχε προκαλέσει μία εγχείρηση στην οποία είχε υποβληθεί όταν ήταν 13 ετών, επειδή έπασχε από υποσπαδία.
Μισούσε τη μητέρα του γιατί τον γέννησε άσχημο, αφού θεωρούσε πως ήταν χειρότερος από τον Κουασιμόδο και όλοι τον αποστρέφονταν γι’ αυτό. Μισούσε τη θεία του, γιατί τον κατέδωσε στην αστυνομία αλλά και γιατί δεν του έδινε τα χρήματα που χρειαζόταν, ώστε να κάνει πλαστική εγχείρηση για να μοιάσει στον Δον Ζουάν.
Είχε τρεις φίλους, τους οποίους περιέγραψε η θεία τους ως: «ένας κουτσός, ένας νάνος και ένας ψυχικά ανώμαλος» και εμφανιζόταν να είχε προτείνει σε έναν από αυτούς τη διάπραξη εγκλημάτων κατά γυναικών.
Οι γονείς του 19χρονου είχαν χωρίσει όταν εκείνος ήταν μωρό και η μητέρα του κλείστηκε σε ψυχιατρείο. Έτσι, ο Ζάγκας μεγάλωσε με τη θεία του και τη γιαγιά του. Εγκατέλειψε το σχολείο στα πρώτα χρόνια του γυμνασίου. καθώς όπως έλεγε, οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν γιατί δεν έλεγε το «ρ». Ήταν φανατικός θαυμαστής του Τζακ του Αντεροβγάλτη και του Ρωμαίου αυτοκράτορα, Καλιγούλα και περνούσε ατελείωτες ώρες στις κινηματογραφικές αίθουσες παρακολουθώντας ταινίες με εγκλήματα. Όποτε έβλεπε κηδεία στο δρόμο, ακολουθούσε την πομπή και περίμενε να δει την ταφή του νεκρού.
Έβγαινε από το σπίτι του μόνο τα βράδια και πολλές φορές κοιμόταν σε νεκροταφεία και έβαφε τα δόντια του κόκκινα, για να μοιάζει με το είδωλο του, τον Δράκουλα. Όταν ήταν 16 ετών νοσηλεύτηκε για πέντε μήνες σε ψυχιατρική κλινική, όπου και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ενώ πολλές φορές είχε επιτεθεί σε συγγενικά του πρόσωπα αλλά και σε ζευγαράκια στον Λυκαβηττό χωρίς, ωστόσο, ποτέ να γίνει κάποια επίσημη καταγγελία στις αρχές.
Ο νεαρός ισχυρίστηκε πως αποφάσισε να διαπράττει εγκλήματα σε βάρος γυναικών, όταν διάβασε στην εγκυκλοπαίδεια για την περίπτωση ενός ιππότη στη Βενετία, ο οποίος έπασχε από τη νόσο της υποσπαδίας και διέπραττε φόνους για να ικανοποιείται.
Στόχος του, είπε, ήταν να σκοτώσει όσες πιο πολλές γυναίκες μπορούσε και μετά να σκοτωθεί και ο ίδιος σε συμπλοκή. «Εμίσησε το σύμπαν. Και εγεννήθη μέσα του η δίψα της εκδικήσεων και του αίματος», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο καθοριστικός ρόλος της γνωστής ηθοποιού
Η οικογένεια του Ζάγκα όλα αυτά τα χρόνια ανέβαινε το δικό της γολγοθά. Η θεία του, ηθοποιός Κούλα Αγαγιώτου, τον είχε μεγαλώσει σαν παιδί της και του είχε μεγάλη αδυναμία. Έκανε αγώνα για να τον ηρεμεί ελπίζοντας πως τα πράγματα θα καλυτερέψουν, κρατώντας καλά κρυμμένα τα μυστικά της οικογένειας. Η ηθοποιός λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία επέστρεψε στο σπίτι της από τη Θεσσαλονίκη, όπου εμφανιζόταν στον θίασο της Σμαρούλας Γιούλη. Η μητέρας της και γιαγιά του νεαρού, της παραπονέθηκε πως τις ημέρες της απουσίας της επιχείρησε να την πνίξει δυο φορές.Η Αγαγιώτου ρώτησε τον ανιψιό της, αν είχε κάποιο πιστόλι κι εκείνος της μίλησε για το μαχαίρι. Του το ζήτησε, το πήρε και αμέσως η ηθοποιός το παρέδωσε σ' ένα φίλο της ανθοπώλη για να το πετάξει. Άλλωστε, ένα χρόνο νωρίτερα είχε πετάξει και ένα άχρηστο περίστροφο.
Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, ο Δημήτρης Ζάγκας αποκάλυψε σε μια άλλη θεία του ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα. Σε εκείνη είχε πάει το ματωμένο του πουκάμισο για να του το πλύνει, αμέσως μετά το έγκλημα. Και όταν η θεία του τον ρώτησε πως βρέθηκαν τόσα αίματα πάνω στο πουκάμισο, εκείνος της απάντησε πως έκοψε το χέρι του. Όταν η ηθοποιός ενημερώθηκε από την ξαδέρφη της, συνδύασε τα γεγονότα και συνέδεσε το μαχαίρι με το έγκλημα. Έτσι, το πήρε πίσω από τον ανθοπώλη φίλο της και το παρέδωσε σ' έναν δικηγόρο, εκφράζοντας υπόνοιες ότι ο ανιψιός της ήταν δολοφόνος. Ο δικηγόρος με τη σειρά του το παρέδωσε στην αστυνομία η οποία και συνέλαβε το νεαρό.
Δημοσιογράφος της εποχής καταγράφει σε ρεπορτάζ του την εικόνα που σχημάτισε βλέποντας για πρώτη φορά τον 19χρονο, κατά την παρουσίαση που έκανε η αστυνομία. Όπως αναφέρει, «ο Ζάγκας δεν είναι καθόλου άσχημος, όπως νομίζει. Ήλθε φορώντας ένα χονδρό χειμωνιάτικο λαδί προς το πράσινο σακάκι και γκρίζο παντελόνι. Αντιθέτως με την ιδεοληψία του, είναι ένας ωραίος έφηβος και εκάθησε με συστολήν (σ.σ. απέναντι από τους δημοσιογράφους). Ζήτησε συγγνώμη που φορούσε δεύτερα ρούχα. Σε μια σύντομη συνέντευξη που παραχώρησε στους δημοσιογράφους ο νεαρός ομολόγησε το έγκλημα του.
Δημοσιογράφος: Εσύ έσφαξες την κοπέλα;
Ζάγκας: Την Μπαβέα. Μάλιστα.
Δημοσιογράφος: Την ήξερες;
Ζάγκας: Όχι δεν την ήξερα, καθόλου. Αλλά την είχα παρακολουθήσει από ώρα πολύ.
Μάλιστα, ενώπιον των δημοσιογράφων ο 19χρονος υπέδειξε και το φονικό όπλο. Όπως περιέγραψε, αφού σκότωσε τη γυναίκα σκούπισε το μαχαίρι με ένα παλιόχαρτο και στη συνέχεια με το μαντήλι του.
«Μετάνιωσα για ότι έκανα. Ήθελα όμως εκείνη τη στιγμή να σκοτώσω μια γυναίκα νέα και ωραία», είπε και αρνήθηκε πως θα το ξαναέκανε, αν και νωρίτερα είχε εξομολογηθεί στους αστυνομικούς, πως σχεδίαζε να δολοφονήσει μια νεαρή κομμώτρια η οποία δεν ανταποκρινόταν στον έρωτα του.
Η δίκη
Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1965, ο Δημήτρης Ζάγκας κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας. Η μητέρα του Χρυσάνθη, καταθέτοντας στο δικαστήριο, είπε πως ο γιος της τη μισούσε και για το λόγο αυτό δεν την αποκάλεσε ποτέ «μαμά». Η γυναίκα έστρεψε τα πυρά της σε βάρος της αδελφής της Κούλας Αγαγιώτου, την οποία κατηγόρησε πως στο παρελθόν είχε παροτρύνει τον γιο της να τη σκοτώσει, λέγοντας του ότι εκείνη θα φρόντιζε να βγει από τη φυλακή. Μάλιστα, εξέφρασε την πεποίθηση πως παρέδωσε το παιδί της στην αστυνομία «για να διαφημιστεί, επειδή είναι ηθοποιός».Η Κούλα Αγαγιώτου, από την πλευρά της, απάντησε πως η αδελφή της καταφέρεται σε βάρος της λόγω της σύλληψης του γιου της. Και την δικαιολόγησε λέγοντας: «Είναι σχιζοφρενής. Η πάθησίς της εσημείωσεν έξαρσιν υπό την επήρειαν του θανάτου ενός παιδιού που είχαμε στο γκαράζ, το 1945. Τότε εγεννήθη ο Δημήτρης και ήρχισε αναπτυσσόμενος ανωμάλως».
Η κατάθεση της γνωστής ηθοποιού ήταν επεισοδιακή καθώς δέχτηκε επίθεση από τον ανιψιό της. « Είσαι μια γελοία ηθοποιός», της φώναξε ο νεαρός μέσα στο δικαστήριο: «Όλα τα έκανες για διαφήμιση επειδή δεν ήσουν τίποτα». Απευθυνόμενος δε στους δικαστές, είπε: «Αυτή με έθαψε μέσα στη φυλακή και τώρα κάθεται και κλαίει». Η Κούλα Αγαγιώτου, όμως, δέχτηκε φραστική επίθεση και από τη μητέρα του θύματος, όταν κατέθεσε πως δεν πιστεύει ότι ο ανιψιός της έκανε το έγκλημα.
Όπως είπε, δε θεωρούσε τον κατηγορούμενο ικανό να διαπράξει φόνο, λέγοντας χαρακτηριστικά πως για την αθωότητά του αμφέβαλε μόνο κατά 1%. Μάλιστα, εστίασε και στο γεγονός ότι ο δράστης ήταν αριστερόχειρας, τονίζοντας πως ποτέ δεν είχε δει τον ανιψιό της να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι.
«Το δικό μου παιδί το σκότωσε αυτός που πάτε να δικαιολογήσετε», φώναξε η μητέρα της Μαρίας Μπαβέα με το δικαστήριο να διακόπτει τη συνεδρίαση του και τους αστυνομικούς να παρεμβαίνουν για να λήξει το επεισόδιο.
Η ηθοποιός μίλησε στο δικαστήριο για όσα γνώριζε για την υπόθεση αλλά και για την προσωπικότητα του ανιψιού της, περιγράφοντας τις… περίεργες συνήθειες του. Οι εφημερίδες της εποχής κατέγραψαν τη μαρτυρία της: «Επέστρεφε εις το σπίτι κατακουρασμένος, απογοητευμένος, κατακίτρινος και κάθιδρως. Διαρκώς ευρίσκετο εις τον κινηματογράφον. Η έμμονος ιδέα ότι είναι άσχημος του εδημιούργησε σύμπλεγμα ανθρωποφοβίας και την εντύπωσι ότι οι πάντες τον περιέπαιζαν. Τα μαχαίρια και το τσεκούρι δεν ήτο δυνατόν να τα ηγόρασε από κατάστημα, διότι ουδέποτε εισήρχετο. Δεν γνωρίζω την προέλευσίν των, ούτε - πλήν του πιστολίου και του μαχαιριού- είδα ποτέ τα άλλα σύνεργα. Ήτο ιδιότροπος. Ηδύνατο επί μίαν εβδομάδα να συντηρήται μόνον με νερό και κατόπιν να τρώγη όσο ποτέ άνθρωπος. Του έκαναν εντύπωσι τα εγκλήματα. Επίσης, υποεδύετο διάφορα ιστορικά πρόσωπα: Τον Τιβέριον, τον Αγ. Δημήτριον, τον Αγ. Γεώργιον και τον Ριχάρδον τον Γ'. Διά τον τελευταίον έλεγεν ότι ήτο άσχημος, όπως αυτός και επί τη θέα του εγαύγιζαν τα σκυλιά, ενώ τον ίδιον περιπαίζουν οι άνθρωποι. Οι ελάχιστοι φίλοι του ήσαν ελαττωματικοί διανοητικώς ή σωματικώς. Κάποτε μου εζήτησε να του αγοράσω ένα περίστροφο διά να το φέρη - έστω και άσφαιρο - και να αισθάνεται "δυνατός". Εντύπωσιν μου έκαμε ότι μίαν ημέραν εδιάβαζα τα του εγκλήματος και μου εζήτησε την εφημερίδα. Εδημοσιεύετο η φωτογραφία της Μπαβέα και το βλέμμα του απερροφήθη, επί μακρόν από αυτήν...».
Κλαίγοντας η γυναίκα αναφέρθηκε στη μεγάλη αδυναμία που είχε στον ανιψιό της. «Γιατί να μη του κάμω όλα τα χατίρια, αφού ήταν άρρωστος και φοβόμουν το τέλος του; Γιατί να μη στερηθώ τα πάντα προς χάριν του;» είπε και κατέθεσε πως αισθανόταν τύψεις, επειδή λόγω της κατάστασής του αναγκάστηκε κάποιες φορές να τον χτυπήσει.
Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας ο Δημήτρης Ζάγκας ομολόγησε τη δολοφονία, περιγράφοντας με λεπτομέρειες πως κινήθηκε το μοιραίο βράδυ σε βάρος της Μαρίας Μπαβέα.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ότι «ο κατηγορούμενος ήταν ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος». Αν και κρίθηκε ένοχος για το φόνο, του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως και αντί να οδηγηθεί στη φυλακή, διατάχθηκε ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρική κλινική.
news
Το είδαμε: εδώ