του Κοσμά Μαρινάκη*
Το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για την δραματική κατάσταση στην πρωτογενή παραγωγή στην Ελλάδα έχει περάσει στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου. Δεν είναι λίγοι αυτοί που κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον μαρασμό της ελληνικής γεωργίας. Οι παρακάτω απλές ερωτήσεις-απαντήσεις κάνουν σαφές το πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα.
1. Είναι αλήθεια πως πετάγαμε φρέσκα φρούτα στις χωματερές;
Δυστυχώς ναι. Όχι πολλά χρόνια πριν, η χώρα μας είχε σημαντική αγροτική παραγωγή. Σε κάποια προϊόντα παραγάγαμε πλεονασματικές ποσότητες με αποτέλεσμα τις αποτροπιαστικές εικόνες να θάβονται χιλιάδες τόνοι εξαιρετικής ποιότητας φρούτων στις χωματερές. Αυτό όμως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις και όχι μόνο στη χώρα μας.
2. Μα τα φρούτα αυτά δεν έφτασαν ποτέ στις αγορές, πως γίνεται να αποτελούν πλεονάσματα;
Οι ποσότητες αυτές δεν ήταν πλεονασματικές υπό την έννοια ότι περίσσεψαν από κάποια αγορά. Ο όρος «πλεονασματικός» χρησιμοποιείται πολλές φορές στην οικονομική ανάλυση για να εκφράσει ποσότητες που αν διοχετευτούν στις αγορές θα προκαλέσουν δυσάρεστες συνέπειες.
3. Γιατί όμως έπρεπε να τα πετάμε;
Όντως ακούγεται φρικτό. Από οικονομικής σκοπιάς όμως οι αγορές γεωργικών προϊόντων έχουν ιδιαίτερα γνωρίσματα σε σχέση με τις αγορές των υπόλοιπων αγαθών. Για να κατανοήσουμε το «γιατί» πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τις ιδιάζουσες συνθήκες ζήτησης και προσφοράς των αγροτικών προϊόντων.
4. Τι κάνει τα αγροτικά προϊόντα να έχουν διαφορετική ζήτηση από τα υπόλοιπα;
Η ζήτηση των αγροτικών προϊόντων παρουσιάζει μια σημαντική ιδιαιτερότητα: η ζητούμενη ποσότητα αγροτικών προϊόντων δεν ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις αλλαγές των τιμών. Αυτό σημαίνει πως, αν για παράδειγμα, μια οικογένεια αγοράζει συνήθως 5 κιλά πορτοκάλια την εβδομάδα με τιμή 1 ευρώ το κιλό, η οικογένεια αυτή δεν θα αυξήσει σημαντικά την ποσότητα που καταναλώνει αν η τιμή πέσει στα 0.2 ευρώ. Μπορεί στη νέα τιμή να αγοράζει λίγο παραπάνω, ας πούμε 6 κιλά, αλλά κανείς δεν περιμένει πως επειδή υποπενταπλασιάστηκε η τιμή, θα πενταπλασιαστεί η ζητούμενη ποσότητα. Το φαινόμενο αυτό εντοπίζεται και σε άλλα προϊόντα αλλά στις αγροτικές αγορές το συναντάμε πολύ εντονότερο.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να καταλάβουμε το αποτέλεσμα αυτής της ιδιόμορφης ζήτησης στην πρόσοδο του παραγωγού. Στην τιμή του 1 ευρώ, η συνολική δαπάνη μας για πορτοκάλια ήταν 5 ευρώ, ενώ με την τιμή στο 0.20 η συνολική δαπάνη είναι 1.2 ευρώ. Από την πτώση της τιμής, λοιπόν, ο παραγωγός θα απολέσει μεγάλο μέρος της προσόδου του.
Από αυτό καταλαβαίνουμε πως στην αγροτική πολιτική είναι ζωτικό για τον παραγωγό να συγκρατούνται οι τιμές πάνω από κάποιο βιώσιμο επίπεδο, ειδικά αφού τα κόστη της παραγωγής είναι σταθερά και ανεξάρτητα από την τιμή που θα διαμορφωθεί στην αγορά όταν τα προϊόντα θα έχουν ήδη παραχθεί.
5. Και η προσφορά αυτών των προϊόντων είναι ιδιόμορφη;
Για τα περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα, η παραγωγή κάθε περιόδου μπορεί να ρυθμιστεί ανάλογα με τις προσδοκίες του παραγωγού για τις μελλοντικές συνθήκες της αγοράς. Στον αγροτικό τομέα όμως, και ιδιαίτερα στην παραγωγή φρούτων που προέρχονται από μακρόβια δέντρα, αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Μια πορτοκαλιά, λόγου χάρη, χρειάζεται 4 με 6 χρόνια προτού φτάσει σε ηλικία καρποφορίας, ενώ πολλά από τα πορτοκάλια που φτάνουν στο πιάτο μας προέρχονται από δέντρα που έχουν καλλιεργηθεί πριν από δεκαετίες.
Αν ο παραγωγός χρειαστεί να αυξήσει την ποσότητα παραγωγής ίσως να απαιτηθούν χρόνια. Αν πάλι πρέπει να την μειώσει προσωρινά, δεν μπορεί απλά να… «κατεβάσει τον διακόπτη λειτουργίας» του δέντρου.
6. Πως επηρεάζονται οι τιμές από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης;
Όπως είπαμε και παραπάνω το σημαντικότερο στοιχείο στις αγροτικές αγορές είναι η διατήρηση των τιμών.
Στα μη αγροτικά προϊόντα αυτό επιτυγχάνεται σχετικά εύκολα και με αυτόματο τρόπο από την ίδια την αγορά.
Στην γεωργική παραγωγή όμως δεν γίνεται. Για παράδειγμα, ένας παραγωγός μπορεί να περιμένει μια κακή χρονιά για τις πωλήσεις –ας πούμε λόγω ενός εμπάργκο ή κάποιας κρίσης. Ταυτόχρονα, είναι δυνατόν η φετινή σοδιά του να είναι εξαιρετικά πλούσια λόγω ευνοϊκού καιρού. Σε αυτή την περίπτωση, η περιορισμένη ζήτηση σε συνδυασμό με την μεγάλη προσφορά θα οδηγήσει την τιμή σε πτώση και συνεπώς, όπως είδαμε και παραπάνω, ο παραγωγός μπορεί να καταλήξει με μεγάλη ζημία.
7. Και πως λύνεται αυτό το πρόβλημα;
Είναι αναγκαία η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους μέσω της αγροτικής πολιτικής. Ακόμη και οι πιο «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αναγνωρίζουν την ανάγκη ρύθμισης των πρωτογενών αγορών. Κύριος σκοπός της αγροτικής πολιτικής είναι να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του κλάδου συγκρατώντας τις τιμές σε προκαθορισμένα όρια. Η Ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική έχει πάει ένα βήμα παρακάτω.
8. Άρα (και) η αγροτική μας πολιτική υπαγορεύεται από την Ευρώπη;
Η αγροτική πολιτική ήταν η πρώτη πολιτική που υπαγορεύτηκε από την Ένωση. Για την ακρίβεια, η ύπαρξη αγροτικής πολιτικής, κοινής για όλη την Ευρώπη, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από το 1962 οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντελήφθησαν ότι το να έχουν μια ενιαία πολιτική θα ήταν σαφώς προτιμότερο από το να έχει κάθε κράτος-μέλος τη δική του. Εφάρμοσαν λοιπόν την ΚΑΠ, την Κοινή Αγροτική Πολιτική (CAP), η οποία ισχύει ακόμη και σήμερα.
9. Γιατί αυτή η πολιτική έπρεπε να είναι «κοινή»;
Βασικός στόχος της ΚΑΠ ήταν ο συντονισμός της παραγωγής, ώστε να κρατούνται οι τιμές σταθερές, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μην ξεχνάτε πως η στήριξη των τιμών είναι το ζητούμενο σε κάθε αγροτική πολιτική και με το ελεύθερο εμπόριο, ενδοευρωπαϊκές διαφορές πολιτικής θα δημιουργούσαν αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών-μελών.
10. Και πως καταλήξαμε να πετάμε τα φρούτα μας στις χωματερές;
Για να σταθεροποιηθούν οι αγροτικές αγορές απαιτούνταν ο δραστικός έλεγχος τυχόν πλεονασμάτων που θα δημιουργούσαν πτωτικές πιέσεις στις τιμές. Για να γίνει αυτό τα πλεονάσματα δεν θα έπρεπε να φτάσουν ποτέ στις αγορές.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι περιορισμού των πλεονασμάτων. Οι ευκολότεροι και συνηθέστεροι είναι οι εξής δύο:
– καταστροφή των πλεονασματικών ποσοτήτων,
– επιδοτήσεις για αποχή από την παραγωγή.
Και οι δύο μέθοδοι είναι δυστυχώς θλιβερές και, πράγματι, δεν είναι δυνατόν να ακούγεται σωστό να πετάμε φαγητό την ώρα που υπάρχουν συμπολίτες που πεινούν.
Διαβάστε την συνέχεια εδώ:votegreece.gr
Το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για την δραματική κατάσταση στην πρωτογενή παραγωγή στην Ελλάδα έχει περάσει στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου. Δεν είναι λίγοι αυτοί που κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον μαρασμό της ελληνικής γεωργίας. Οι παρακάτω απλές ερωτήσεις-απαντήσεις κάνουν σαφές το πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα.
1. Είναι αλήθεια πως πετάγαμε φρέσκα φρούτα στις χωματερές;
Δυστυχώς ναι. Όχι πολλά χρόνια πριν, η χώρα μας είχε σημαντική αγροτική παραγωγή. Σε κάποια προϊόντα παραγάγαμε πλεονασματικές ποσότητες με αποτέλεσμα τις αποτροπιαστικές εικόνες να θάβονται χιλιάδες τόνοι εξαιρετικής ποιότητας φρούτων στις χωματερές. Αυτό όμως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις και όχι μόνο στη χώρα μας.
2. Μα τα φρούτα αυτά δεν έφτασαν ποτέ στις αγορές, πως γίνεται να αποτελούν πλεονάσματα;
Οι ποσότητες αυτές δεν ήταν πλεονασματικές υπό την έννοια ότι περίσσεψαν από κάποια αγορά. Ο όρος «πλεονασματικός» χρησιμοποιείται πολλές φορές στην οικονομική ανάλυση για να εκφράσει ποσότητες που αν διοχετευτούν στις αγορές θα προκαλέσουν δυσάρεστες συνέπειες.
3. Γιατί όμως έπρεπε να τα πετάμε;
Όντως ακούγεται φρικτό. Από οικονομικής σκοπιάς όμως οι αγορές γεωργικών προϊόντων έχουν ιδιαίτερα γνωρίσματα σε σχέση με τις αγορές των υπόλοιπων αγαθών. Για να κατανοήσουμε το «γιατί» πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τις ιδιάζουσες συνθήκες ζήτησης και προσφοράς των αγροτικών προϊόντων.
4. Τι κάνει τα αγροτικά προϊόντα να έχουν διαφορετική ζήτηση από τα υπόλοιπα;
Η ζήτηση των αγροτικών προϊόντων παρουσιάζει μια σημαντική ιδιαιτερότητα: η ζητούμενη ποσότητα αγροτικών προϊόντων δεν ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις αλλαγές των τιμών. Αυτό σημαίνει πως, αν για παράδειγμα, μια οικογένεια αγοράζει συνήθως 5 κιλά πορτοκάλια την εβδομάδα με τιμή 1 ευρώ το κιλό, η οικογένεια αυτή δεν θα αυξήσει σημαντικά την ποσότητα που καταναλώνει αν η τιμή πέσει στα 0.2 ευρώ. Μπορεί στη νέα τιμή να αγοράζει λίγο παραπάνω, ας πούμε 6 κιλά, αλλά κανείς δεν περιμένει πως επειδή υποπενταπλασιάστηκε η τιμή, θα πενταπλασιαστεί η ζητούμενη ποσότητα. Το φαινόμενο αυτό εντοπίζεται και σε άλλα προϊόντα αλλά στις αγροτικές αγορές το συναντάμε πολύ εντονότερο.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να καταλάβουμε το αποτέλεσμα αυτής της ιδιόμορφης ζήτησης στην πρόσοδο του παραγωγού. Στην τιμή του 1 ευρώ, η συνολική δαπάνη μας για πορτοκάλια ήταν 5 ευρώ, ενώ με την τιμή στο 0.20 η συνολική δαπάνη είναι 1.2 ευρώ. Από την πτώση της τιμής, λοιπόν, ο παραγωγός θα απολέσει μεγάλο μέρος της προσόδου του.
Από αυτό καταλαβαίνουμε πως στην αγροτική πολιτική είναι ζωτικό για τον παραγωγό να συγκρατούνται οι τιμές πάνω από κάποιο βιώσιμο επίπεδο, ειδικά αφού τα κόστη της παραγωγής είναι σταθερά και ανεξάρτητα από την τιμή που θα διαμορφωθεί στην αγορά όταν τα προϊόντα θα έχουν ήδη παραχθεί.
5. Και η προσφορά αυτών των προϊόντων είναι ιδιόμορφη;
Για τα περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα, η παραγωγή κάθε περιόδου μπορεί να ρυθμιστεί ανάλογα με τις προσδοκίες του παραγωγού για τις μελλοντικές συνθήκες της αγοράς. Στον αγροτικό τομέα όμως, και ιδιαίτερα στην παραγωγή φρούτων που προέρχονται από μακρόβια δέντρα, αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Μια πορτοκαλιά, λόγου χάρη, χρειάζεται 4 με 6 χρόνια προτού φτάσει σε ηλικία καρποφορίας, ενώ πολλά από τα πορτοκάλια που φτάνουν στο πιάτο μας προέρχονται από δέντρα που έχουν καλλιεργηθεί πριν από δεκαετίες.
Αν ο παραγωγός χρειαστεί να αυξήσει την ποσότητα παραγωγής ίσως να απαιτηθούν χρόνια. Αν πάλι πρέπει να την μειώσει προσωρινά, δεν μπορεί απλά να… «κατεβάσει τον διακόπτη λειτουργίας» του δέντρου.
6. Πως επηρεάζονται οι τιμές από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης;
Όπως είπαμε και παραπάνω το σημαντικότερο στοιχείο στις αγροτικές αγορές είναι η διατήρηση των τιμών.
Στα μη αγροτικά προϊόντα αυτό επιτυγχάνεται σχετικά εύκολα και με αυτόματο τρόπο από την ίδια την αγορά.
Στην γεωργική παραγωγή όμως δεν γίνεται. Για παράδειγμα, ένας παραγωγός μπορεί να περιμένει μια κακή χρονιά για τις πωλήσεις –ας πούμε λόγω ενός εμπάργκο ή κάποιας κρίσης. Ταυτόχρονα, είναι δυνατόν η φετινή σοδιά του να είναι εξαιρετικά πλούσια λόγω ευνοϊκού καιρού. Σε αυτή την περίπτωση, η περιορισμένη ζήτηση σε συνδυασμό με την μεγάλη προσφορά θα οδηγήσει την τιμή σε πτώση και συνεπώς, όπως είδαμε και παραπάνω, ο παραγωγός μπορεί να καταλήξει με μεγάλη ζημία.
7. Και πως λύνεται αυτό το πρόβλημα;
Είναι αναγκαία η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους μέσω της αγροτικής πολιτικής. Ακόμη και οι πιο «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αναγνωρίζουν την ανάγκη ρύθμισης των πρωτογενών αγορών. Κύριος σκοπός της αγροτικής πολιτικής είναι να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του κλάδου συγκρατώντας τις τιμές σε προκαθορισμένα όρια. Η Ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική έχει πάει ένα βήμα παρακάτω.
8. Άρα (και) η αγροτική μας πολιτική υπαγορεύεται από την Ευρώπη;
Η αγροτική πολιτική ήταν η πρώτη πολιτική που υπαγορεύτηκε από την Ένωση. Για την ακρίβεια, η ύπαρξη αγροτικής πολιτικής, κοινής για όλη την Ευρώπη, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από το 1962 οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντελήφθησαν ότι το να έχουν μια ενιαία πολιτική θα ήταν σαφώς προτιμότερο από το να έχει κάθε κράτος-μέλος τη δική του. Εφάρμοσαν λοιπόν την ΚΑΠ, την Κοινή Αγροτική Πολιτική (CAP), η οποία ισχύει ακόμη και σήμερα.
9. Γιατί αυτή η πολιτική έπρεπε να είναι «κοινή»;
Βασικός στόχος της ΚΑΠ ήταν ο συντονισμός της παραγωγής, ώστε να κρατούνται οι τιμές σταθερές, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μην ξεχνάτε πως η στήριξη των τιμών είναι το ζητούμενο σε κάθε αγροτική πολιτική και με το ελεύθερο εμπόριο, ενδοευρωπαϊκές διαφορές πολιτικής θα δημιουργούσαν αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών-μελών.
10. Και πως καταλήξαμε να πετάμε τα φρούτα μας στις χωματερές;
Για να σταθεροποιηθούν οι αγροτικές αγορές απαιτούνταν ο δραστικός έλεγχος τυχόν πλεονασμάτων που θα δημιουργούσαν πτωτικές πιέσεις στις τιμές. Για να γίνει αυτό τα πλεονάσματα δεν θα έπρεπε να φτάσουν ποτέ στις αγορές.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι περιορισμού των πλεονασμάτων. Οι ευκολότεροι και συνηθέστεροι είναι οι εξής δύο:
– καταστροφή των πλεονασματικών ποσοτήτων,
– επιδοτήσεις για αποχή από την παραγωγή.
Και οι δύο μέθοδοι είναι δυστυχώς θλιβερές και, πράγματι, δεν είναι δυνατόν να ακούγεται σωστό να πετάμε φαγητό την ώρα που υπάρχουν συμπολίτες που πεινούν.
Διαβάστε την συνέχεια εδώ:votegreece.gr
Το είδαμε: εδώ