Οι γυναίκες μπορούν να υπολογίζουν καλύτερα τη γονιμότητα τους βασιζόμενες στην ηλικία κατά την οποία η μητέρα τους πέρασε στην εμμηνόπαυση, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Συγκεκριμένα ομάδα Δανών ερευνητών διαπίστωσε ότι οι γυναίκες των οποίων οι μητέρες μπήκαν νωρίς στην εμμηνόπαυση, είχαν λιγότερα ωάρια στις ωοθήκες τους σε σχέση με εκείνες των οποίων οι μητέρες μπήκαν αργότερα στην εμμηνόπαυση. Οι γυναίκες με λιγότερα ωάρια έχουν και λιγότερες πιθανότητες να συλλάβουν.
Στη μελέτη η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Human Reproduction» συμμετείχαν 527 γυναίκες ηλικίας μεταξύ 20 και 40 ετών.
Οι ερευνητές εξέτασαν δύο επιστημονικά αποδεκτές μεθόδους για την εκτίμηση του αριθμού των ωαρίων που είχαν οι γυναίκες (το «αποθεματικό των ωοθηκών» τους όπως αποκαλείται από τους ειδικούς). Οι ειδικών βασίστηκαν στα επίπεδα δύο ορμονών: την αντι-μυλλέριο ορμόνη (ΑΜΗ) και την ορμόνη των αντριακών ωοθυλακίων (AFC).
Οι γυναίκες γεννιούνται με όλα τα ωάρια που πρόκειται να έχουν μετέπειτα στη ζωή τους. Αυτά απελευθερώνονται από την ωοθήκη συνήθως ένα κάθε μήνα, από μετά την εφηβεία μέχρι την εμμηνόπαυση.
Οι ορμόνες AFC και η AMH δίνουν στους γιατρούς μια ένδειξη για το πόσα ακόμα ωάρια από αυτά που παραμένουν στην ωοθήκη πρόκειται να ελευθερωθούν.
Από τη μελέτη των γυναικών που εργάζονταν στην υγειονομική περίθαλψη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τόσο η AMH όσο και η AFC μειώθηκαν ταχύτερα στις γυναίκες εκείνες των οποίων οι μητέρες είχαν πρόωρη εμμηνόπαυση (πριν την ηλικία των 45) σε σύγκριση με τις γυναίκες των οποίων οι μητέρες μπήκαν αργότερα στην εμμηνόπαυση (δηλαδή μετά την ηλικία των 55).
Τα μέσα επίπεδα της AMH μειώθηκαν κατά 8,6%, 6,8% και 4,2% το χρόνο στις ομάδες των γυναικών με τις μητέρες που μπήκαν νωρίς, αργά ή κανονικά στην εμμηνόπαυση, αντίστοιχα.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι μεσολαβούν περίπου 20 χρόνια από τη στιγμή που η γονιμότητα της γυναίκες αρχίζει να φθίνει μέχρι τη εμμηνόπαυση. Έτσι μια γυναίκα που μπαίνει στην εμμηνόπαυση στα 45 χρόνια αντιμετωπίζει μια μείωση της γονιμότητάς της από την ηλικία των 25 ετών.
Ο επικεφαλής της έρευνας Dr Janne Bentzen τονίζει ότι «Τα ευρήματα μας υποστηρίζουν την ιδέα ότι η γυναικεία γονιμότητα επηρεάζεται από κληρονομικούς παράγοντες, ωστόσο απαιτούνται να περαιτέρω έρευνες για να επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο».
Πηγη
Συγκεκριμένα ομάδα Δανών ερευνητών διαπίστωσε ότι οι γυναίκες των οποίων οι μητέρες μπήκαν νωρίς στην εμμηνόπαυση, είχαν λιγότερα ωάρια στις ωοθήκες τους σε σχέση με εκείνες των οποίων οι μητέρες μπήκαν αργότερα στην εμμηνόπαυση. Οι γυναίκες με λιγότερα ωάρια έχουν και λιγότερες πιθανότητες να συλλάβουν.
Στη μελέτη η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Human Reproduction» συμμετείχαν 527 γυναίκες ηλικίας μεταξύ 20 και 40 ετών.
Οι ερευνητές εξέτασαν δύο επιστημονικά αποδεκτές μεθόδους για την εκτίμηση του αριθμού των ωαρίων που είχαν οι γυναίκες (το «αποθεματικό των ωοθηκών» τους όπως αποκαλείται από τους ειδικούς). Οι ειδικών βασίστηκαν στα επίπεδα δύο ορμονών: την αντι-μυλλέριο ορμόνη (ΑΜΗ) και την ορμόνη των αντριακών ωοθυλακίων (AFC).
Οι γυναίκες γεννιούνται με όλα τα ωάρια που πρόκειται να έχουν μετέπειτα στη ζωή τους. Αυτά απελευθερώνονται από την ωοθήκη συνήθως ένα κάθε μήνα, από μετά την εφηβεία μέχρι την εμμηνόπαυση.
Οι ορμόνες AFC και η AMH δίνουν στους γιατρούς μια ένδειξη για το πόσα ακόμα ωάρια από αυτά που παραμένουν στην ωοθήκη πρόκειται να ελευθερωθούν.
Από τη μελέτη των γυναικών που εργάζονταν στην υγειονομική περίθαλψη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τόσο η AMH όσο και η AFC μειώθηκαν ταχύτερα στις γυναίκες εκείνες των οποίων οι μητέρες είχαν πρόωρη εμμηνόπαυση (πριν την ηλικία των 45) σε σύγκριση με τις γυναίκες των οποίων οι μητέρες μπήκαν αργότερα στην εμμηνόπαυση (δηλαδή μετά την ηλικία των 55).
Τα μέσα επίπεδα της AMH μειώθηκαν κατά 8,6%, 6,8% και 4,2% το χρόνο στις ομάδες των γυναικών με τις μητέρες που μπήκαν νωρίς, αργά ή κανονικά στην εμμηνόπαυση, αντίστοιχα.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι μεσολαβούν περίπου 20 χρόνια από τη στιγμή που η γονιμότητα της γυναίκες αρχίζει να φθίνει μέχρι τη εμμηνόπαυση. Έτσι μια γυναίκα που μπαίνει στην εμμηνόπαυση στα 45 χρόνια αντιμετωπίζει μια μείωση της γονιμότητάς της από την ηλικία των 25 ετών.
Ο επικεφαλής της έρευνας Dr Janne Bentzen τονίζει ότι «Τα ευρήματα μας υποστηρίζουν την ιδέα ότι η γυναικεία γονιμότητα επηρεάζεται από κληρονομικούς παράγοντες, ωστόσο απαιτούνται να περαιτέρω έρευνες για να επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο».
Πηγη
Το είδαμε: εδώ