Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Για να μαθαίνουν κυρίως οι Νότιοι...

Print Friendly and PDF Print Print Friendly and PDF PDF

Ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την περιοχή που ζει, την παράδοση την οποία έχει διδαχθεί, την εκπαίδευση και παιδεία που έχει λάβει και εν τέλει τον τον τρόπο ζωής που έχει υιοθετήσει, επιλέγει να εκφράζεται και ανάλογα. Ο τρόπος έκφρασης και ομιλίας του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (δηλαδή την τοπική προφορά ή ντοπιολαλιά με την οποία μιλάει, τις διάφορες ιδιότυπες εκφράσεις που χρησιμοποιεί, την ενδεχομένως διαφορετική σημασία με την οποία φορτίζει κάποιες έννοιες, τον τρόπο που ονομάζει αντικείμενα και καταστάσεις κ.τ.λ.) εκφράζει απολύτως την ιδιοσυγκρασία και την ιστορία την δική του και γενικά του κοινωνικού συνόλου στο οποίο έμαθε να κινείται.

Μετά λοιπόν από όλο αυτόν τον πρόλογο που έκανα, θα φαινόταν μάλλον ηλίθιο το να αναφερθώ κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι έχουν κάνει στο παρελθόν, στο θέμα των διαφορών του λεξιλογίου, της γραμματικής και των ονομασιών που δίνονται σε συγκεκριμένα αντικείμενα (κυρίως φαγητά), μεταξύ της Θεσσαλονίκης (και της βόρειας Ελλάδας συνολικά) και της Αθήνας και όλων των περιοχών που βρίσκονται κάτω από την στενή επιρροή της, όπως η Αττική γενικότερα και οι Κυκλάδες. Όμως μια πρόσφατη κουβέντα στην οποία έκανα το λάθος να εμπλακώ και στην οποία λογομάχησα άγρια με έναν φίλο Αθηναίο σχετικά με αυτά τα ανούσια κατά τα άλλα ζητήματα, μου έσπασε τόσο πολύ τα νεύρα που αποφάσισα να αποδείξω εδώ και τώρα την ορθότητα της θεσσαλονικιώτικης  - γενικά: βορειοελλαδίτικης - έκφρασης και ορολογίας.

Πριν αρχίσω θα ήθελα να πω ότι δεν κατακρίνω τον/την οποιονδήποτε/οποιαδήποτε που εκφράζεται αλλιώς. Ο καθένας μπορεί να πει ό,τι θέλει, όπως θέλει. Το γεγονός όμως ότι ενώ εγώ ΔΕΝ ΚΑΤΑΚΡΙΝΩ κάποιον, αυτός ο κάποιος σπάει πλάκα μαζί μου χωρίς να ξέρει τί του γίνεται με τσαντίζει απίστευτα. Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν, ΜΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ και με επιχειρήματα κάποια πράγματα.

1ον. Το πιτόγυρο και το σουβλάκι.

Τα πράγματα είναι απλά.

ΑΥΤΟ

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΤΟΓΥΡΟ. ΑΥΤΑ

ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΒΛΑΚΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΑ

ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑΜΑΚΙΑ!!!

Είναι βλακώδες κάποιος να λέει το πιτόγυρο σουβλάκι και το σουβλάκι καλαμάκι και μετά να επιμένει ότι είναι σωστός αυτός ο ορισμός! Δηλαδή το κοντοσούβλι πώς το λέει; Κοντοκάλαμο;!; Και το κατσίκι το Πάσχα το καλαμίζει αντί να το σουβλίζει; Και τον φραπέ ή τον χυμό του φαντάζομαι ότι τον ρουφάει με το σουβλάκι του. Γιατί εφόσον το καλαμάκι είναι το σουβλάκι, τότε και το σουβλάκι είναι το καλαμάκι! Έτσι δεν είναι; Ή μήπως... κάτσε... μπερδεύτηκα τώρα. Τέλος πάντων, οι σωστοί και ανθρώπινοι ορισμοί είναι οι παραπάνω! Τελεία και παύλα! Σε τελική ανάλυση, για τα πιτόγυρα φημίζεται κατεξοχήν η βόρεια Ελλάδα και ιδίως η Θεσσαλονίκη. Μια δοκιμή μπορεί να πείσει τον καθένα. Πηγαίνετε σε οποιοδήποτε γυράδικο της Τούμπας (ΓΥΡΑΔΙΚΟ, όχι σουβλατζίδικο - άλλο το ένα και άλλο το άλλο), και όχι μόνο θα εκπλαγείτε από την καταπληκτική τους γεύση, αλλά και από την ποσότητα, αφού τα πιτόγυρα είναι ΤΕΡΑΣΤΙΑ, υπερδιπλάσια από τα περισσότερα της Αθήνας. Βέβαια, η ποιότητά τους είναι άλλο θέμα. Αλλά είναι γενικά αποδεκτό ότι η σαπίλα τέτοιου είδους φαγητών είναι ίδια παντού. Είναι όμως νόστιμα τα άτιμα.

2ον. Η μπουγάτσα.

Ε ρε κοροϊδία που έχουμε φάει για αυτό το θέμα. "Εσείς πως την λέτε την χυλόπιτα; Μπουγάτσα με χυλό;" ΒΡΕ ΚΑΦΡΟΙ. ΚΑΤΑΛΑΒΕΤΕ ΑΥΤΟ. ΑΛΛΟ Η ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΠΙΤΑ.  Η μπουγάτσα είναι η λεγόμενη ΣΦΟΛΙΑΤΑ ΜΕ ΓΕΜΙΣΗ. Η πίτα, από την άλλη, είναι πίτα!!! Έχει φύλλο, πώς το λένε. Άρα λοιπόν, όταν θέλουμε να παραγγείλουμε μπουγάτσα με τυρί, παραγγέλνουμε μπουγάτσα με τυρί, και όταν θέλουμε να παραγγείλουμε τυρόπιτα, παραγγέλνουμε τυρόπιτα, γιατί πολύ απλά είναι διαφορετικά φαγητά. Μάλιστα στις μπουγάτσες κάποιες γεμίσεις δεν συνηθίζονται, π.χ. βρίσκει κανείς εύκολα μπουγάτσα με κρέμα, με τυρί ή με κιμά, αλλά σπανίως με σπανάκι - αντίθετα είναι το πλέον εύκολο να παραγγείλει κάποιος μια σπανακόπιτα. Κακώς λοιπόν βγήκε η αντίληψη ότι γενικά οι βορειοελλαδίτες λέμε, από καπρίτσιο, τις πίτες μπουγάτσες. Δεν το κάνουμε αυτό. ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ. ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΠΙΤΑ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΠΙΤΑ. Για παράδειγμα, δείτε στην πρώτη φωτογραφία την μπουγάτσα με κρέμα και στην δεύτερη την γαλατόπιτα. Έχουν και οι δύο την ίδια γέμιση (γλυκιά κρέμα), αλλά που να πάρει, φαίνεται και οπτικά η διαφορά τους!

3ον. Τα τυριά.

Υπάρχουν δύο μεγάλες υποκατηγορίες ελληνικών τυριών: τα άσπρα και τα κίτρινα. Στα άσπρα ανήκουν μεταξύ άλλων η φέτα, η μυζήθρα, το ανθότυρο, το μανούρι και το χαλούμι. Αντίστοιχα, στα κίτρινα ανήκουν το κασέρι, η γραβιέρα, το κεφαλοτύρι κ.ά. Και μαντέψτε σε τί διαφέρουν αυτές οι δύο υποκατηγορίες; ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΦΥΣΙΚΑ! Άρα λοιπόν, το να ονομάζει κανείς όλα τα άσπρα τυριά φέτα και όλα τα κίτρινα τυριά τυριά, όπως συνηθίζεται στην νότια Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα, είναι  προφανώς ΛΑΘΟΣ, αφού αφενός υπάρχουν και άλλα άσπρα τυριά εκτός της φέτας και αφετέρου λέγοντας τυριά εννοούμε όλα τα είδη αυτών (συμπεριλαμβανομένων και των ξένων που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σαν τα ελληνικά ως άνωθεν, όπως το ροκφόρ) και όχι μόνο τα κίτρινα. Βέβαια, είναι και θέμα συνήθειας. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι, όταν σκεφτόμαστε άσπρο τυρί, αυτόματα μας έρχεται στο μυαλό η φέτα, το συνηθέστερο και αμιγώς ελληνικό λευκό τυρί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να ισοπεδώνουμε τα πάντα! Άμα είναι έτσι, ας πούμε και την τυρόπιτα φετόπιτα και την κασερόπιτα τυρόπιτα!!!

Αυτά όσων αφορά τα περί φαγητών. Ας περάσουμε τώρα στο ζουμί, δηλαδή τις γλωσσολογικές διαφορές και τις διαφορές νοοτροπίας, όπου και πάλι θα αποδείξω ότι η χλεύη με την οποία μας στολίζουν οι πρωτευουσιάνοι είναι πέρα για πέρα άδικη και μαλακισμένη.

4ον. Το λλλάμδα.

Η Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και γενικότερα η βόρεια Ελλάδα ήταν πολύ πιο κοντά στους Ευρωπαϊκούς ιστορικούς εμπορικούς δρόμους που εξυπηρετούσαν την Κωνσταντινούπολη, την Νικόπολη και συνολικά τις κυριότερες βυζαντινές πόλεις της Αν. Θράκης, του Πόντου και των μικρασιατικών παραλίων, από ότι η νότια. Οπότε ευνοούνταν ιδιαίτερα και η επικοινωνία των κατοίκων με εκείνους που κατάγονταν από τις περιοχές αυτές και ήταν φυσικό να επηρεαστούν με διάφορους τρόπους. Η προφορά λέξεων με παχύ λάμδα ήταν κοινό χαρακτηριστικό όλων των Κωνσταντινουπολιτών, και όχι μόνο, και από εκεί την υιοθέτησαν και οι βορειοελλαδίτες και κυρίως οι Θεσσαλονικείς. Στην Νύφη του Θερμαϊκού, η προφορά αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη σε περιοχές όπως τα Κωνσταντινοπολίτικα (το λέει και το όνομα), η Τούμπα και η Άνω Πόλη.

Άρα λοιπόν το παχύ λάμδα είναι χαρακτηριστικό της τοπικής κουλτούρας και είμαστε περήφανοι για αυτό. Προφανώς υπάρχει διαφορά μεταξύ του λλλάμδα και του λλλλλλλλλλλλλλλάμδα. Συνήθως όταν προφέρουμε υπερβολικά παχύ το λάμδα το κάνουμε επίτηδες και για αυτοσαρκασμό. Για αυτό και είναι το πλέον ηλίθιο πράγμα να μας την λέει κάποιος, με κακία, πάνω σε αυτό το θέμα. Εδώ η μισή Αττική μιλάει με λιι και νιι και θα μου την πουν εμένα για το λλλάμδα μου;!; Σημειωτέον ότι εγώ δεν κοροϊδεύω το λιι και το νιι, ούτε κανέναν άλλον γλωσσικό ιδιωματισμό οποιασδήποτε ελληνικής περιοχής. Ίσως καμιά φορά να μου φαίνεται αστείο, αλλά από την άλλη εκτιμώ που η παραδοσιακή γλωσσική ταυτότητα τόσων Ελλήνων δεν έχει ριχτεί και αλεστεί μέχρι αηδίας στο τεράστιο χωνευτήρι της άκριτης ομοιομορφοποίησης. Αλλά για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν ανέχομαι να με πρήζει από την μεριά του κανείς.

5ον. Ο χαλαρός τρόπος ζωής.

Άλλο κι αυτό. Από πού κι ως πού μας λένε εμάς κοιμισμένους τα κάθε λογής τσόκαρα;!; Απλά, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ σε έκταση και ΑΠΛΟΥΣΤΕΡΗ σε πολυπλοκότητα από την Αθήνα. Είναι λογικό επομένως να μην κυριαρχεί ο ξέφρενος ρυθμός ζωής που πνίγει την πρωτεύουσα - αν και οι σύγχρονες απάνθρωπες συνθήκες εργασίας τείνουν να εξαλείψουν αυτήν την διαφορά. Κατά αντιστοιχία, η Θεσσαλονίκη φαίνεται τρελοκομείο σε σχέση π.χ. με τον Βόλο και ο Βόλος χάος σε σχέση με το Μέτσοβο και ούτω καθ'εξής.

6ον. Και τώρα, φτάσαμε επιτέλους στο καλύτερο σημείο... Εννοώ φυσικά

ΤΟ ΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΕ!!!

Εδώ λοιπόν θα αποκατασταθεί η τιμή αυτών των θρυλικών αντωνυμιών, έτσι όπως χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης και της βόρειας Ελλάδας. Κατ'αρχάς, δεν χρησιμοποιούμε πάντα το με και το σε αντί του μου και του σου. Στις φράσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η Γενική πτώση, δηλαδή εκεί που θέλουμε να δείξουμε τον κτήτορα ενός αντικειμένου, ΠΡΟΦΑΝΩΣ λέμε και εμείς το μου και το σου. Λέμε "αυτό το αυτοκίνητο είναι δικό μου" και όχι βέβαια "αυτό το αυτοκίνητο είναι δικό με". Εκεί που υπάρχει η διχογνωμία είναι στις φράσεις που στα αρχαία Ελληνικά συντάσσοταν με ΔΟΤΙΚΗ. Επειδή αυτή η πτώση εξαλείφθηκε στα νέα Ελληνικά, οι εν λόγω φράσεις έπρεπε να συνταχθούν με κάποια από τις εναπομείνασες πτώσεις. Με την Ονομαστική δεν γινόταν, αφού χρησιμοποιείται για την έκφραση της φύσης μιας έννοιας. Η Κλητική, από την άλλη, χρησιμοποιείται επιφωνηματικά, για την κλήτευση ενός αντικειμένου ή προσώπου. Οπότε έμενε η Γενική και η Αιτιατική για να βγάλουν τα κάστανα από την φωτιά. Εν τέλει η δεύτερη χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην βόρεια Ελλάδα και η πρώτη στα περισσότερα άλλα μέρη. Σημαίνει όμως αυτό ότι η Γενική είναι η τελικά η σωστή πτώση; ΟΧΙ!!! ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΙΔΙΟΣ Ο Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Η ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΟΤΙΚΗ, ΑΡΑ Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟΤΕΡΗ. Με άλλα λόγια: η φράση που στα αρχαία ελληνικά θα λεγόταν "τι μοι λες" (τρόπος του λέγειν), αποδίδεται σωστότερα στα νέα ελληνικά με το "τι με λες" παρά με το "τι μου λες". Αυτό προφανώς ισχύει και για όλες τις παρεμφερείς φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τέτοιου τύπου αντωνυμίες και όχι μόνο το με και το σε, π.χ. το σωστό είναι "τον τηλεφώνησα" (Αιτιατική) και όχι "του τηλεφώνησα" (Γενική), όσο παράξενο και να ακούγεται, αφού αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι τηλεφώνησα εκείνον και όχι τηλεφώνησα εκείνου, φράση που και ακουστικά είναι τελείως λάθος (από την άλλη, το "του έσπασα τα νεύρα" είναι το σωστό και όχι το "τον έσπασα τα νεύρα", γιατί, πολύ απλά, αντιμεταθέτοντας τις λέξεις της πρώτης πρότασης και όχι της δεύτερης βγαίνει σωστό νόημα, αφού αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι έσπασα τα νεύρα του, τα δικά του νεύρα, υποδηλώνουμε δηλαδή τον κτήτορα). Ας μην ξεχνάμε και το άλλο: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη Δοτική μέσω Γενικής λέγοντας "θα σου πω κάτι", "θα της δώσω κάτι", στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το προαναφερθέν σφάλμα ασυμβατότητας λέγοντας "θα σας πω κάτι", "θα τους δώσω κάτι". Χρησιμοποιούν δηλαδή Αιτιατική! Κουλό;

Τώρα, το γιατί το μου και το σου επικράτησε στο μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας  (συμπεριλαμβανομένης της Αθήνας) εκτός της βόρειας, αποσαφήνισε και πάλι ο κ. Μπαμπινιώτης στην ίδια μελέτη του. Απλούστατα η νότια Ελλάδα απελευθερώθηκε από την 400χρονη τουρκική δουλεία της πολύύύύύ νωρίτερα από την βόρεια, συνεπώς τα ιδιώματα που εκεί είχαν υιοθετηθεί έγιναν ευρύτερα γνωστά και επηρέασαν σε μεγαλύτερο βαθμό την σημερινή έκφραση. Αν είχε απελευθερωθεί πρώτα η Θεσσαλονίκη, η Μακεδονία, η Θράκη, πιθανώς θα είχε συμβεί το ακριβώς ανάποδο - και θα ήταν και πιο σωστό!

Για να μην νομίζετε ότι σας λέω μπαρούφες, τσεκάρετε την εργασία του ίδιου του Γ. Μπαμπινιώτη, όπου αναδημοσιεύτηκε το άρθρο που είχε γράψει στην εφημερίδα "Το Βήμα". Βέβαια, υπάρχουν και δεκάδες sites και blogs που αναφέρθηκαν στην ίδια μελέτη και την αναπαρήγαγαν, οπότε είναι το πλέον εύκολο να την βρείτε και να την διαβάσετε πληκτρολογώντας στο Google τα κατάλληλα key words (π.χ. Μπαμπινιώτης με σε Δοτική).

Έτσι, για να μην ξανακούσουμε ειρωνικά αστειάκια του τύπου "την σούπα πώς την λέτε, σέπα;" (αυτό μας το είχε ρωτήσει ένας μπάτσος έξω από την Βουλή όταν είχαμε πάει τριήμερη εκδρομή στην Αθήνα με το σχολείο στην Τρίτη Γυμνασίου - ΕΛΕΟΣ), "Μελέν Ρουζ", "Σέιχ Σε", "σετζουκάκια", "μερμέρα" και παρόμοιες μαλακίες.

kafeneio

Share
Loading