Σύμφωνα με νέα μελέτη, οι διατροφικές πληροφορίες σε φαστ – φουντ, οι οποίες «ομολογούν» το θερμιδικό φορτίο των τροφίμων, δεν αποτρέπουν παιδιά, νέους και γονείς από το να γεμίζουν το δίσκο τους με λιπαρά, αλάτι και ζάχαρη.
Ερευνητές που μελέτησαν τις επιλογές των μενού σε τέσσερις αλυσίδες φαστ – φουντ στις ΗΠΑ, παρατήρησαν πως η εφαρμογή του μέτρου της υποχρεωτικής αναγραφής των θερμίδων δεν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
«Δεν διαπιστώσαμε αλλαγή στις προσλαμβανόμενες θερμίδες, πριν και μετά την εφαρμογή της επιγραφής των θερμίδων», υπογραμμίζει ο Dr. Brian Elbel, επίκουρος καθηγητής Ιατρικής και Πολιτική της Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Μετά τα δεδομένα αυτά, όπως ο ίδιος σημειώνει, κρίνεται απαραίτητη η επιβολή επιπλέον μέτρων όπως είναι για παράδειγμα η ενημέρωση των καταναλωτών για την ιδανική ποσότητα θερμίδων που πρέπει να προσλαμβάνουν ανά γεύμα.
Και αυτό γιατί, όπως υπογραμμίζουν οι ερευνητές της ίδιας μελέτης που δημοσιεύτηκε χτες στο επιστημονική επιθεώρηση «International Journal of Obesity» (Διεθνές Περιοδικό Παχυσαρκίας), παρά το γεγονός πως οι έφηβοι έχουν παρατηρήσει τις διατροφικές πληροφορίες που αναγράφονται στο μενού δεν φαίνεται να έχουν «πειστεί» πως οι έξτρα θερμίδες και τα λίπη βλάπτουν σοβαρά την υγεία.
Για να καταλήξουν οι ερευνητές σε αυτά τα συμπεράσματα ακολούθησαν την εξής μεθοδολογία: πριν και μετά την εφαρμογή του μέτρου οι επιστήμονες ζητούσαν να δουν τις αποδείξεις των πελατών ταχυφαγείων στη Νέα Υόρκη και στο Νιούαρκ και τους έκαναν ερωτήσεις. Όσοι συμμετείχαν στην έρευνα έλαβαν 2 δολάρια για τον χρόνο που ξόδεψαν, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν στον σκοπό της μελέτης.
Σημειώνεται πως στην πόλη Νιούαρκ δεν είναι αναγκαίο σύμφωνα με την νομοθεσία, να αναγράφονται στο μενού οι θερμίδες των τροφίμων, όπως είναι τα μπεργκερ, οι τηγανιτές πατάτες και το μιλκ – σεικ.
Με τον τρόπο αυτό, οι επιστήμονες έβαλαν στο «μικροσκόπιο» τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών και των εφήβων αλλά και των γονέων που αγόραζαν γεύμα για τους μπόμπιρες τους. Όπως υπογραμμίζουν οι ερευνητές, οι συμμετέχοντες στην συντριπτική τους πλειονότητα (90%) ανήκαν σε εθνικές μειονότητες.
Τι ανακάλυψαν; Οι έφηβοι αγόραζαν 730 θερμίδες σε κάθε τους παραγγελία πριν την εφαρμογή του μέτρου, και 755 θερμίδες μετά! Οι γονείς πάλι τάιζαν τα παιδιά τους με 610 θερμίδες πριν κριθεί αναγκαία η αναγραφή της διατροφικής αξίας των προϊόντων και με 595 θερμίδες μετά – αμελητέα μείωση σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Η αντίφαση
Πάντως παλαιότερη μελέτη που είχε διεξαχθεί από την Dr. Pooja Tandon, στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, έδειξε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.
Πιο αναλυτικά, η μελέτη που δημοσιεύτηκε το περασμένο χρόνο, βρήκε πως οι γονείς έχουν μειώσει σημαντικά τις θερμίδες που σερβίρουν στα παιδιά τους (από τριών έως και έξι ετών), όταν επιλέγουν να τα ταΐσουν σε ταχυφαγεία.
Μάλιστα, όπως είχε υπογραμμίσει η Dr. Tandon, οι 100 θερμίδες – όση δηλαδή ήταν και η μείωση που διαπιστώθηκε – είναι σημαντικές για να κάνουν την διαφορά σε βάθος χρόνου και να συμβάλουν στην μάχη κατά της παιδικής παχυσαρκίας.
Μετά όμως, τις τελευταίες εξελίξεις η ίδια τονίζει πως πρέπει να συνεχιστούν οι έρευνες ώστε να καταλήξουν οι επιστήμονες σε ένα πιο σίγουρο αποτέλεσμα. «Είναι πιθανόν να είναι αναγκαία η συνεχής έκθεση των καταναλωτών στις ετικέτες που αναγράφουν τις θερμίδες, έως ότου να αρχίζει να αλλάζει η διατροφική τους συμπεριφορά», παρατηρεί ο Dr. Tandon.
Σε αυτό πάντως που συμφωνούν στο σύνολο τους οι επιστήμονες είναι πως οι πολίτες πρέπει να εκπαιδευτούν σχετικά με τις διατροφικές τους επιλογές αλλά και τις θερμίδες που «αντέχει» ο οργανισμός τους ανά γεύμα.